Αναγνώστες

Μου χρωστάς ένα λιμάνι

Αυτός ο τόπος έχει τόσο ουρανό και θάλασσα που χορταίνει δυο ζωές. Το καλοκαίρι είναι η επίσημη παρουσίαση της ομορφιάς του, σα να πηγαίνει σε γιορτή χωρίς δώρο αλλά με τέτοια αυτοπεποίθηση σαν αυτή του εορτάζοντος. Όποιος και να’ναι ο προορισμός, μπαίνεις στο πλοίο με τέτοια φόρα που οι ρόδες της βαλίτσας σφυρίζουν δυνατά και […]
Tο δικό σας Protagon

Αυτός ο τόπος έχει τόσο ουρανό και θάλασσα που χορταίνει δυο ζωές. Το καλοκαίρι είναι η επίσημη παρουσίαση της ομορφιάς του, σα να πηγαίνει σε γιορτή χωρίς δώρο αλλά με τέτοια αυτοπεποίθηση σαν αυτή του εορτάζοντος. Όποιος και να’ναι ο προορισμός, μπαίνεις στο πλοίο με τέτοια φόρα που οι ρόδες της βαλίτσας σφυρίζουν δυνατά και κάνουν θόρυβο για να σου θυμίσουν ότι φεύγεις. Πας να βρεις άλλο λιμάνι. Φτάνεις κατάρτι πιάνεσαι από τα χοντρά κάγκελα και ακούς τον αέρα που χτυπά αλύπητα τη σημαία, κάνοντάς την θεόρατη έτσι, για να χαρεί λιγάκι κι αυτή, ήρθε η ώρα της να δείξει τη φορεσιά της. Ξεμακραίνει το βλέμμα και το λιμάνι χάνεται και περιμένει το άλλο που θα του χαρίσει ηρεμία, χαρά, ανάσα, οξυγόνο, λίγη βαβούρα νησιώτικη.

Και το βλέπεις να ξεπροβάλλει μπροστά σου, τεράστιο, επιβλητικό, ήσυχο μέχρι να το ταράξεις με τα νερά του πλοίου, μέχρι να το πνίξεις με το καραβόσκοινο για να δέσεις, για να ησυχάσεις. Πάντα παρατηρούσα αυτούς που ανυπομονούσαν να δουν λιμάνι, εκείνους τους ταξιδιώτες που το φωτογράφιζαν με ενθουσιασμό σαν να τους έλειπε ένα τέτοιο για να αράξουν αποσκευές και όνειρα. Εκεί και ο φάρος ένας μικρός βοηθός στην ανεύρεση του, για να μη χαθείς και βρεθείς σε άλλο που δε σου πρέπει. Κατεβαίνει η μπουκαπόρτα και όλοι τρέχουν να πιάσουν λιμάνι να πατήσει το πόδι τους λίγη στεριά, τρέχουν, βιάζονται, σκοντάφτουν, σακίδια και αποσκευές συναγωνίζονται μεταξύ τους για τον καλύτερο χρόνο, μηχανάκια με ήχο χαρακτηριστικό, αμάξια, αυτός ο γλυκός πανικός, αυτή η παράδοξη αδημονία όταν φτάνεις στον προορισμό. Περνάς με βήμα ανοιχτό για να περάσεις εκείνη την σχισμή που χωρίζει τη θάλασσα απ’τη στεριά. Σηκώνεις κεφάλι για να χαρείς λίγο ήλιο, παίρνεις βαθιά ανάσα και χάνεσαι στο μπούγιο. Μπροστά ένας παππούλης με χαρτόνι που γράφει «rent a room».

Άλλος θεός εδώ, μέχρι κι αυτός κάνει τις διακοπές του σε νησί παραδεισένιο, σε λιμάνι αλλιώτικο με μπόλικο αλάτι και άνεμο ζεστό που ξυπνά ευγενικά κάθε κύτταρο σου. Ψάχνεις παραλία και βρίσκεις τη σωστή. Εκείνη που βρίσκεις εσένα, εκείνη που σου ταιριάζει, εκείνη που δεν έχει πολλούς, εκεί παρέα με λίγους και καλούς, χωρίς πάγο και ξαπλώστρα χωρίς τίποτα που θα σε αποσπά να αγναντεύεις θάλασσα μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα.

Και ένιωσες για λίγο ζωντανός, έγινες αλλιώτικος, αληθινός και θύμωσες που ένιωσες πως είναι να σου χρωστούν…

Πως είναι σαν να σου χρωστούν ένα λιμάνι.