Στην συνείδηση των πολιτών μιας χώρας που ζητά εξωτερική βοήθεια για να μην χρεοκοπήσει η οικονομία της, οι δανειστές θα έπρεπε να θεωρούνται ευεργέτες. Στη δικιά μας περίπτωση, η πλειοψηφία έχει αρνητική εικόνα θεωρώντας τους αντιπάλους, που ως δούρειοι ίπποι βρήκαν αφορμή για να εγκατασταθούν και να εφαρμόσουν το σχέδιό τους.
Οι δανειστές μας γνωρίζουν ότι για να σωθεί η οικονομία χρειάζονται σκληρά μέτρα, γενναίες μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση από τον κρατισμό. Για τους λόγους αυτούς κατέληξαν με τις τελευταίες κυβερνήσεις σε πολύ αυστηρές συμφωνίες, πολλές πτυχές των οποίων αποτελούν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας.
Κανονικά το πακέτο διάσωσης από τη χρεοκοπία, θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο διμερών διαπραγματεύσεων και όχι μονομερών διαδικασιών από την πλευρά των δανειστών. Ουσιαστικά και χωρίς να λαϊκίζουμε, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία.
Τα χρόνια περνούν και αντί τα πακέτα διάσωσης να έχουν ημερομηνία λήξης και ξεκάθαρα αποτελέσματα, συνεχώς επιμηκύνονται. Με φοβερή τυμπανοκρουσία ότι η άφιξη των δανειστών θα συνοδευτεί από χρηματοπιστωτική πλημμύρα, γεννήθηκαν ελπίδες στη μεσαία και χαμηλή τάξη, ότι θα διατηρηθεί η οικονομική ευμάρεια που ξεκίνησε από το 2000. Η σκληρή πραγματικότητα πολύ γρήγορα μείωσε τις προσδοκίες.
Το κόστος ζωής αυξάνει, οι απολαβές των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών χάνουν την αγοραστική τους αξία. Η ανεργία έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα και το ελληνικό επιχειρείν κινδυνεύει να αφελληνιστεί εξαγοραζόμενο για ένα κομμάτι ψωμί.
Προφανώς οι δανειστές έχουν δικαίωμα επιτήρησης της οικονομίας που χρηματοδοτούν. Με την υποβολή συμβουλευτικών πρακτικών σε συγκεκριμένους τομείς που εφαρμόζονται επιτυχώς στις χώρες τους, θα μπορούν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους και να εμβαθύνουν τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, αναλογιζόμενοι τη στρατηγική της θέση.
Αντί αυτού, η στρατηγική των δανειστών να ενεργούν όχι απλά ως σύμβουλοι, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνοι των αποφάσεων, και η εμμονή σε πρακτικές προσαρμογής μιας χώρας με διαφορετική σε αυτούς κουλτούρα, καθιστούν τα προγράμματα διάσωσης ανεφάρμοστα και ανεπαρκή.
Η μη αναγνώριση ιδιοκτησίας του μνημονίου (δηλαδή η μη παροχή βοήθειας από μια και μόνο μεγάλη χώρα που με τα ανωτέρω θα είχε οφέλη σε πολλαπλά επίπεδα γι’ αυτή) περιπλέκει τα πράγματα και προσδίδει αβεβαιότητα για τον βαθμό της αποτελεσματικότητάς του.
Οι πολίτες θέλουν τη φιλία και τη βοήθεια όλων των λαών. Αναγνωρίζουν ότι θα πρέπει να αποπληρώσουν, αυτά που δυστυχώς εμπιστεύτηκαν για να διαχειριστούν οι κυβερνώντες και η διασπάθισή τους μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση.
Οι κυβερνώντες εθελοτυφλούσαν και απέφευγαν τη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων. Ο ακραίος κομματισμός έχει οδηγήσει στο φαινόμενο για να παραμένει κάποιος στην εξουσία να παρουσιάζει τα θετικά των μνημονίων ως δικά του επιτεύγματα και τα αρνητικά ως υποχρεωτικότητα επιβολής από τους δανειστές.
Η ελευθερία και η ανεξαρτησία ενός έθνους δεν παζαρεύεται με ευρώ και δολάρια. Η νέα γενιά πρέπει να διεκδικήσει και να αποκαταστήσει την εσωτερική και εξωτερική εικόνα του κράτους, αποφεύγοντας τις κακές πρακτικές του παρελθόντος, γιατί ένα πρόβλημα δεν λύνεται με την ίδια νοοτροπία που το δημιούργησε.
*Ο Δημήτρης Πιέτρης είναι ασφαλιστικός σύμβουλος, απόφοιτος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.