Ήσουν 15 χρόνων όταν η μητέρα σου αποφάσισε να σε αρραβωνιάσει με τον γιο ενός συγχωριανού σου. Δεν ήξερες τίποτα απ' αυτά και φοβόσουν πολύ. Πήγες κλαίγοντας στον πατέρα σου, γιατί δεν ήθελες να φύγεις απ’ το σπίτι. Ακολούθησε μεγάλος καβγάς· ο πατέρας να παίρνει το μέρος σου, να λέει πως είσαι πολύ μικρή και δεν σε δίνει, η μητέρα σου ανένδοτη. Είχες μεγαλώσει και τα περιθώρια στο σπίτι στένευαν, ένα στόμα είναι πάντα ένα στόμα. Άλλωστε, είχε δώσει τον λόγο της και το βράδυ θα έρχονταν για τους αρραβώνες. Σκληρή γυναίκα η μάνα σου.
Κλείστηκες στο δωμάτιο σου κι έκλαιγες, μέχρι που βράδιασε κι ήρθε η ώρα να ετοιμαστείς. Φόρεσες το μοναδικό καλό φόρεμα που είχες αν και σε στένευε, πια, στο στήθος. Ειδικά σήμερα, αυτό σ’ έκανε να νιώθεις ακόμα πιο άβολα αλλά δεν είχες κι άλλη επιλογή. Το φόρεσες, χτενίστηκες και βγήκες.
Τον Αλέξανδρο τον ήξερες φυσικά. Γείτονες από παιδιά, μαζί μεγαλώσατε. Μόνο που δεν μεγαλώσατε ακόμα.. Εκείνος 18 χρονών, ολόκληρος άντρας πια για τα δεδομένα του χωριού. Οι αρραβώνες έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες μπροστά από το τζάκι. Είχες μια δικαιολογία για τα κατακόκκινα μάγουλά σου.
Με τον καιρό τον αγάπησες πολύ, μόνο που δεν τον χάρηκες. Μετά από 6 μήνες έφυγε με τους αντάρτες για τα βουνά. Στον πήρε ο πόλεμος. Έφυγες κι εσύ μετά από λίγο να πας να πολεμήσεις. Όχι μαζί του, δεν ήξερες καν που ήταν. Ήλπιζες σε κάποιο χωριό, σε κάποια μάχη να τον συναντήσεις. Ήσουν έγκυος, αλλά αυτό δεν σε σταμάτησε. Άλλωστε, το να μεγάλωνες ένα μωρό χωρίς γάμο στο χωριό, σε τρομοκρατούσε περισσότερο κι απ’ τον ίδιο τον πόλεμο. Γέννησες στα βουνά, σχεδόν μόνη σου. Μόλις είδες το αγοράκι ξέσπασες σε κλάματα. Ήταν το παιδί σου, την ώρα που εσύ, ακόμα, ήσουν παιδί.
Όσο όμως πέρναγαν οι μήνες, εσύ και ο μικρός γινόσασταν όλο και πιο πολύ βάρος στην ομάδα. Μόνο το κλάμα του ήταν αρκετό να σας προδώσει και να σκοτωθείτε όλοι σας. Στον πήρανε λέγοντάς σου, όπως έμαθες χρόνια μετά, ότι στον έκλεψαν οι Γερμανοί.
Τα χρόνια πέρασαν κι εσύ βρέθηκες να ζεις σαν πολιτικός πρόσφυγας σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη ήπειρο. Εκεί ξαναπαντρεύτηκες κι έκανες άλλα δύο παιδιά, έναν γιο και μια κόρη. Πάντα είχες αδυναμία στον γιο. Ίσως γιατί ήθελες να του δώσεις όσα δεν έδωσες στο πρώτο σου παιδί…
Όταν ξαναγύρισες στην Ελλάδα, έψαξες να βρεις το πρώτο σου παιδί. Με τα πολλά έμαθες ότι ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό. Του έγραψες, του ξαναέγραψες και τελικά τον έπεισες να συναντηθείτε. Το περίμενες με πολλή λαχτάρα, μόνο που για εκείνον ήσουν μία ξένη. Μία που τον άφησε για να πολεμήσει, έτσι τον μεγάλωσαν να λέει.
Πρώτη και τελευταία φορά που τον είδες. Δεν ήθελε καμία σχέση μαζί σου… Σε θυμάμαι να λες, πριν λίγους μήνες «Το μυαλό μου φεύγει, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Μόνο την ημερομηνία γέννησης του πρώτου μου παιδιού δεν μπορώ να ξεχάσω».
Από τότε, πέρασες πολλά και όντως το μυαλό σου είναι κάπου αλλού. Εγώ όμως ξέρω ότι κάθε χρόνο τέτοια μέρα σκεφτόσουν τον Αλέξανδρο και τον γιο σου. ‘Έβαζες μια κόκκινη γαρδένια στο βάζο κι έκλαιγες κρυφά. Χρόνια πολλά γιαγιά, για μια επέτειο που στα πήρε όλα.
Υ.Γ: Όλη η ιστορία είναι αληθινή, εκτός από τα ονόματα. Έτσι τουλάχιστον μου την είχε διηγηθεί εκείνη…