Αναγνώστες

Μαθήματα πολιτισμικών εκπτώσεων

Βραδιάζει, φωνές ακούγονται αλλά σε διαφορετική γλώσσα, που με δυσκολία καταλαβαίνεις τι θέλουν να πουν. Βλέμματα προσπαθούν να καταφέρουν αυτό που δεν πετυχαίνει η γλώσσα, να εκφράσουν με άλλο μέσο την απογοήτευση, την αγωνία, την αγανάκτηση...

protagon.import

Βραδιάζει, φωνές ακούγονται αλλά σε διαφορετική γλώσσα, που με δυσκολία καταλαβαίνεις τι θέλουν να πουν. Βλέμματα προσπαθούν να καταφέρουν αυτό που δεν πετυχαίνει η γλώσσα, να εκφράσουν με άλλο μέσο την απογοήτευση, την αγωνία, την αγανάκτηση. Ξαφνικά, περνώντας ανάμεσα από μερικές χιλιάδες ψυχές και καθώς αρχίζω να απομακρύνομαι από την περιοχή του λιμανιού, συναντώ έναν παλιό φίλο, τον Νίκο.

«Αυτό δεν είναι τίποτα», μου λέει, «πού να δεις τι τραβάνε από τους ντόπιους. Προχθές στο φαστφουντάδικο για να καταλάβεις, ξέρεις εκείνο το γνωστό το νόστιμο, 500 ευρώ από έναν Σύριο για ένα σάντουιτς. Δεν θα σου πω πόσα χρέωσε, θα σου πω όμως πόσα πήρε ρέστα ο Σύριος: 40 ευρώ. Κάνε τις πράξεις…», συμπληρώνει. «Μα είναι δυνατόν», του απαντώ, «460 ευρώ για ένα σάντουιτς… και, μισό λεπτό, καλά αυτό μου φαίνεται από υπερβολικό έως αδύνατο, το ότι ήταν Σύριος, εσύ, πώς το κατάλαβες;». «Οι Σύριοι έχουνε λεφτά», μου απαντά, «ρευστοποίησαν τα περιουσιακά τους στοιχεία πριν φύγουνε, οπότε έχουν έρθει άνετοι και είναι αυτοί που μένουνε σε αξιοπρεπή δωμάτια, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους και σε τελευταία ανάλυση είναι και αυτοί που πληρώνουνε. Οι άλλοι, τους καταλαβαίνεις από μακριά, βρέχει και αφήνουν τις γυναίκες με τα παιδιά τους μέσα στη βροχή προκειμένου να μη βραχούν οι ίδιοι. Και ακόμη δεν σου είπα το χειρότερο…». «Τι, έχει και χειρότερο;», του λέω, έχοντας αρχίσει να αναρωτιέμαι για τα όρια της πολιτισμικής έκπτωσης και το απύθμενο θράσος της απάνθρωπης κερδοσκοπίας. «Μη βιάζεσαι», μου λέει, «οτοστόπ επί πληρωμή έχεις ξανακούσει;».

«100 ευρώ για να σε πάνε μέχρι τη χώρα, από εκεί που σε έβγαλε ο βαρκάρης, και εάν είσαι Σύριος έχει καλώς, σημαίνει πως έχεις λεφτά, πληρώνεις τον βαρκάρη και σε αφήνει κάπου κοντά στη χώρα, εάν όμως φίλε μου είχες την ατυχία να γεννηθείς μη Σύριος, ε τότε φίλε μου την έκατσες τη βάρκα, σε παρατάνε μερικά χιλιόμετρα έξω από τη χώρα και ελπίζεις στη φιλοτιμία ενός ντόπιου, να σε μεταφέρει με το αζημίωτο φυσικά -αντί του ποσού των 100 ευρώ το άτομο – σε ένα σημείο με περισσότερα φώτα και περισσότερο κόσμο, μήπως και βρεθείς σε ένα μέρος που λέγεται εκδοτήριο και καταφέρεις να εξασφαλίσεις το εισιτήριο για αυτό που σε έκανε να τα παρατήσεις όλα και να ξεριζωθείς, για την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής».

Κάπου εκεί λοιπόν στο κλείσιμο της περιγραφής των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στη δική μας χώρα και σε έναν χώρο όχι πολύ άγνωστο αλλά όχι και όπως πρέπει γνωστό, χωρίζουν οι δρόμοι μας. Ο φίλος Νίκος συνεχίζει την πρόδηλα αλλαγμένη καθημερινότητά του, με μια σειρά από γεγονότα που μόνο αδιάφορο δεν μπορούν να σε αφήνουν, έχοντας αρχίσει σιγά σιγά να τα συνηθίζει. Και εγώ, κάπου μεταξύ κλεισίματος μιας παλιάς βραδιάς και ανοίγματος μιας νέας ημέρας, θυμάμαι κάτι που είχε πει ένας άλλος φίλος: «Να φοβάσαι τη συνήθεια περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όχι για κάποιο άλλο λόγο, απλώς γιατί είναι αυτή που σε εξοικειώνει με το χειρότερο».