Η «Λούλου» του Φρανκ Βέντεκιντ έχει προ πολλού καταχωρηθεί στο κλασικό ρεπερτόριο του θεάτρου και έχει καταξιωθεί στο πάνθεον της δραματικής δημιουργίας ως έργο πολυεπίπεδο με κέντρο εντούτοις το πρόσωπο – δρων «Λούλου». Το πρόσωπο της αναφοράς αποτυπώνει τον μοιραίο στην σύλληψή του άνθρωπο, ο οποίος άγεται και φέρεται όχι τόσο από τα πάθη του, αλλά, κατά κύριο λόγο, από τα αβυσσαλέα πάθη των άλλων. Ωστόσο, η Λούλου εμπνέει την αγριότητα των παθών γύρω της, σε ένα περιβάλλον που δίνει την εντύπωση ότι εντός του νεκρώθηκε και σταμάτησε ο χρόνος σε γνώριμες μορφές που επιστρέφουν σε διακεκριμένα διαστήματα για να εξοστρακίσουν την ανάγκη ύπαρξής τους. Ετσι, η Λούλου στα χέρια της ανάγκης διατίθεται χαρακτηριστικά ως εξιλαστήριο θύμα ή, ακόμα καλύτερα, ως ο «αίρων την αμαρτία του κόσμου». Εντούτοις, η Λούλου παραμένει σχεδόν αλώβητη, ως όχημα που οδηγεί σε κάποια κάθαρση η οποία περιχαρακώνει την συνύπαρξη με τους άλλους. Οι δορυφόροι της Λούλου εμφανίζονται απρόσωποι και αποστασιασμένοι παρά την ιδιάζουσα προσεγγιστική δυναμική την οποία ενθαρρύνουν οι καταστάσεις.
Στην εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα – Καλογήρου, η «Λούλου» εκφέρει άψογα την ελληνική γλώσσα και κυρίως την φιλοσοφική φύση του κειμένου του Βέντεκιντ και επιτρέπει άνετα την σύγχρονη σκηνική επικαιροποίησή της. Η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ κατορθώνει με άνεση να κινήσει έναν περιχαρακωμένο «συστημικό» κόσμο και να προτείνει μια νέα οπτική γωνία για το έργο. Με τους περισσότερο έμπειρους αλλά και με τους λιγότερο (ας πούμε) ηθοποιούς της η κυρία Μελεμέ επιχειρεί να «στήσει» έναν καινούργιο πιθανό χωρόχρονο και να συμπυκνώσει την θεματική στο «χρονοτόπο» μιας εντοπιότητας που επιτυγχάνει να απαγκιστρωθεί από τα δεσμά της οριζόντιας ανάγνωσης, βάσει της εξέλιξης της πλοκής. Έτσι, τα σκηνικά πρόσωπα που δημιουργεί η σκηνοθεσία της κυρίας Μελεμέ, ανοίγονται στην ελευθερία και διεκδικούν αφόρητα το δικαίωμα στο απόλυτο.
Η Ευτυχία Γιακουμή ενσαρκώνει μια Λούλου εκπληκτικών αποχρώσεων τόσο στην αισθητική όσο και στην κοσμοαντίληψη την οποία στηρίζει ο συγγραφέας.
Στον ρόλο της Λούλου η καθόλα άρτια υποκριτικώς Ευτυχία Γιακουμή παρουσιάζει μια προσωπική πρόταση, εντελώς ανεξάρτητη από προηγούμενες ερμηνείες. Η κυρία Γιακουμή, υπέροχα εναρμονιζόμενη προς τα πρόσωπα και τα πράγματα των διαπλεκομένων και διασταυρούμενων «συμφερόντων», διατηρεί αυτό που κυρίως είναι, εν δυνάμει, το πρόσωπο του Βέντεκιντ, η αθωότητα της εγκληματικά εκφερόμενης ανθρώπινης φύσης: το αντικείμενο του πόθου νοσεί και εκμαυλίζεται σταδιακά χωρίς εντούτοις να ενδίδει στην ακαθαρσία της χωματερής που έφτιαξε ο κόσμος για να πνίγει εκεί, για να φονεύει οτιδήποτε συνηγορεί με το υπέρτατο αγαθό της μικρής ή της μεγάλης ευτυχίας. Η κυρία Γιακουμή ενσαρκώνει μια Λούλου εκπληκτικών αποχρώσεων τόσο στην αισθητική όσο και στην κοσμοαντίληψη την οποία στηρίζει ο συγγραφέας. Η ηθοποιός αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια σκηνική προσωπικότητα που μόνο με ευλογία μοιάζει για το θέατρό μας στις δύσκολες εποχές που διανύουμε ως πολίτες μιας χώρας που αιμορραγεί.
Ο Νίκος Αλεξίου, στους ρόλους που ερμηνεύει, αποδεικνύει για πολλοστή φορά τη δυναμική του ηθοποιού «παλιάς κοπής» με την έννοια του έμπειρου και κάθε φορά εξαιρετικά νέου και καινούργιου, όπως και ο Δημήτρης Πετρόπουλος, που ερμηνεύει τον «πρώτο διδάξαντα» για τη Λούλου. Ο κύριος Πετρόπουλος υποδύεται με μεγάλη σιγουριά την ώριμη, ειρωνική, ύπουλα «χαρτογραφημένη» στον κόσμο «οδό της αμαρτίας», την οποία παρακολουθεί, όπως και ο Σβαρτς του Χρήστου Καπενή με συγκατάβαση και «μπλαζέ» διάθεση.
Ξεχωρίζει στον ρόλο της Κόμησας η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, η οποία ενσαρκώνει, στην κυριολεξία, την εξαρτημένη από το πάθος της ύπαρξη, ένα πάθος που εκφυλίζει σταδιακά το αναφερόμενο πρόσωπο. Η κυρία Μαρκοπούλου ελέγχει υποκριτικά την παραφορά της παθιασμένης Κόμησας και δείχνει με ενάργεια στο κοινό πώς οδηγείται στο τραγικό ενός βίου που διαρκώς απομακρύνεται από την ίδια για να την συντρίψει τελικά. Καλές και συνεπείς με τη σκηνοθετική γραμμή οι ερμηνείες των Δημήτρη Γκουτζαμάνη, Ιάσωνα Bitter-Κουρούνη και Μάγδας Κόρπη.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αριάδνης Βοζάνη δημιουργούν ένα ιδιότυπο σκηνικό περιβάλλον που απογειώνει την ιστορία της Λούλου. Ειδικώς για τα κοστούμια, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι χαρακτηρίζουν ένα έκαστο των χαρακτήρων ως ενοτήτων μιας ενιαίας συλλογικότητας με ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά προσεγμένα κοστούμια της Λούλου. Εξάλλου, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα προσδίδουν μιαν υποψία μυστικοπάθειας εντός της οποίας ελλοχεύει η απειλή. Το ίδιο, θα λέγαμε, συμβαίνει με την μουσική, που υπογράφει ο Λεωνίδας Μαριδάκης και την κίνηση που επιμελείται η Μόνικα Κολοκοτρώνη διατηρώντας την συνέχεια στην απόδοση ενός ιδιαίτερα ενδιαφέροντος σκηνικού αποτελέσματος.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.