Είναι στιγμές που νομίζεις ότι είσαι θεατής σε συνεδρίες που εκτυλίσσονται στο στέκι των ξωτικών, κάπου στο υπερπέραν. Σε αυτές πρωταγωνιστούν όλες οι εκδοχές του εαυτού σου: τα διαφορετικά πρόσωπα που κουβαλάς μέσα σου, που κατά καιρούς έχουν υποστεί την αντίστοιχη μετάλλαξη μέσα από επαναληπτικές ενσαρκώσεις. Πρόκειται για τον άσχημο, τον κομψό, τον ωραίο, τον μάγκα. Αυτό το τελευταίο, το πρόσωπο του μάγκα, αφορά την πιο πρόσφατη ενσάρκωση η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και η οποία ως μάθημα ζωής κυριολεκτικά συνθλίβει! Το τι ακούς σε αυτές τις συναντήσεις δεν περιγράφεται. Μένεις έκπληκτος! Όταν βάζεις το καπέλο του Ανώτερου Εαυτού, αναρωτιέσαι: Τι θα τους κάνω όλους αυτούς;
Κακό πράγμα να παρατηρείς το άλλο σου Εγώ στον καθρέφτη της συνείδησης. Θέλει γερό στομάχι να αναγνωρίσεις τις αθέατες πλευρές που δεν φαίνονται με την πρώτη, στον κανονικό καθρέφτη. Συμβαίνει, όταν η ζωή σκηνοθετεί χωρίς να ρωτήσει. Ωμά εκβιάζει με τον ρόλο του πρωταγωνιστή, τους κομπάρσους, και τους προκαλεί να μετρήσουν το μπόι τους σε μια ιδιότυπη παράσταση με θεατές τους ίδιους. Η αποκάλυψη εκπλήσσει όταν αρχίζει να ξετυλίγεται ο προσωπικός μίτος σε ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο που μοιάζει με αγώνα σκυταλοδρομίας: O άσχημος δίνει τη σκυτάλη στον κομψό και αυτός τη δίνει στον ωραίο.
Λίγο πριν το τέλος της κούρσας είναι ο μάγκας ο οποίος περιμένει την ευκαιρία να ξεσπάσει. Οι επευφημίες από τις κραυγές του πλήθους ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη. Επέρχεται το ντοπάρισμα που χρειάζεται για να αποδώσει τα μέγιστα: «Τώρα θα δείτε!». Παίρνει τη σκυτάλη, περνάει τον πρώτο, περνάει τον δεύτερο, περνάει τον τρίτο, και εκεί που αρχίζει να νιώθει ότι τα πάθη παίρνουν εκδίκηση συνειδητοποιεί, σε ένα κρεσέντο αφύπνισης, ότι τελικά το κουβάρι που ξετυλίγει, οδηγεί την κούρσα με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που μέχρι τώρα είχε κατά νου. Αυτοί που ξεπερνά δεν είναι οι άλλοι, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός, η προσωπική του ιστορία.
Μια ιστορία με αντιφάσεις οι οποίες δημιουργούν κραυγές, που ζητούν απεγνωσμένα από το συναίσθημα να σωπάσει. Βρίσκεται αντιμέτωπος με τα πάθη του, στη μέση μιας μάχης αποχωρισμού από τις παρορμήσεις. Νιώθει την οδύνη που συνεπάγεται ο αποχωρισμός. Τον λούζει κρύος ιδρώτας, προσπαθεί να κρατηθεί από κάπου. Το κεφάλι φουντώνει, αρχίζει να μυρμηγκιάζει, πάει να χάσει τον έλεγχο, ενώ το κουβάρι τρέχει. Ζητείται από μηχανής Θεός. Απών Αυτός, καθώς και όλες οι άλλες γνωστές συνταγές διάσωσης. Ο πανικός έχει πάρει το πάνω χέρι. Φαίνεται πως αυτό επιβάλλεται ως μέρος της οδύνης. Λύσεις εκ του ασφαλούς δεν υπάρχουν. Το βίωμα του πόνου είναι η ενέργεια που θα παράγει φως, με τον πιο ανελέητο τρόπο! Όταν αυτό συμβεί το μυαλό και η καρδιά πρέπει να είναι σε αρμονία. Προς στιγμήν αυτό, αποτελεί πάτημα λογικής για ένα σάλτο έξω από τη δύνη του πανικού.
Όταν συνέρχεται από την περιδίνηση του βιώματος, προσπαθεί να δει πού βρίσκεται. Ψάχνει την ταυτότητα. Την πήραν, την έχασε; Η ζάλη δεν επιτρέπει λογικούς συνειρμούς. Είναι δέσμιος σε μια φυλακή από προσδοκίες που είχε δημιουργήσει ο ίδιος για το τι (θα ήθελε να) είναι, ενώ δεν είναι! Θα το καταλάβει; Θα επιτρέψει στις πληγές να γίνουν φάροι στο αφήγημα της ζωής ή οι παρενέργειες της ντροπής θα στραγγαλίσουν ότι απόμεινε παραπέμποντας την ελπίδα σε μια νέα ενσάρκωση;