Αναγνώστες

Ξαναγυρνώντας στη βάση της συζήτησης

Ρεαλιστικά, ακόμα και στο «ναι», αυτά δεν θα είναι τα τελευταία μέτρα. Άλλωστε, αν εμείς (ως κράτος) δεν αποφασίσουμε να φτιάξουμε τα του οίκου μας, και στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» να μείνουμε ως… αναγκαίο κακό, θα καταλήξουμε -αργά ή γρήγορα- να είμαστε ο φτωχός συγγενής.

protagon.import

Προσπαθώντας να κατανοήσω καλύτερα κάποια πράγματα σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, σκέφτηκα πως θα ήταν φρόνιμο να προσπαθήσω να βρω την αιτία της διαπραγμάτευσης μέσα από απλές ερωτήσεις:

Γιατί οι «Θεσμοί» μάς ζητούν μέτρα;
Μα γιατί τους ζητάμε χρηματοδότηση. Αν δεν ζητούσαμε χρηματοδότηση, δεν θα ζητούσαν (ή δεν θα νομιμοποιούνταν να επιβάλουν σε καμία περίπτωση) μέτρα.

Γιατί ζητάμε χρηματοδότηση;
Προφανώς γιατί δεν «βγαίνουμε». Είναι απλό, τα έσοδά μας είναι λιγότερα από τα έξοδα. Εφόσον δεν καταφέρνουμε να αυξήσουμε επαρκώς τα έσοδά μας, χρειάζεται να καταφύγουμε σε δανεισμό.

Μια χρήσιμη σημείωση που φαίνεται πως ξεχνάμε:

Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνηθίζεται στον πλανήτη Γη, ο δανειστής να είναι αυτός που θέτει τους όρους. Αν δεν αρέσουν στον υποψήφιο δανειζόμενο υπάρχουν δύο επιλογές. Ή δεν δέχεται τους όρους και αποχωρεί από το τραπέζι ή τους αποδέχεται, ζορίζεται περισσότερο (από επιλογή) από ό,τι του προτείνεται, εξοφλεί τις υποχρεώσεις του (και νωρίτερα ει δυνατόν) και φροντίζει στο μέλλον να μην χρειαστεί ξανά δανεικά.
Φαίνεται πως, μετά από πέντε χρόνια, έχουμε «πείσει» τους «Θεσμούς» πως δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα έσοδά μας τόσο ώστε να υπερκαλύψουμε τα έξοδά μας. Επομένως, οι βασικοί όροι που θέτουν σε κάθε δανειακή σύμβαση είναι μειώσεις στις δαπάνες. Όσο προφανές είναι πως η μείωση των δαπανών μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα -ειδικά σε ένα κράτος δυσλειτουργικό, σαν το δικό μας-, άλλο τόσο προφανές είναι πως έτσι προκύπτει πιο αξιόπιστα ο ισοσκελισμός εσόδων-εξόδων. 

Αν οι «Θεσμοί» είναι «καταπιεστικοί» κ.λπ., γιατί δεν ζητάμε από αλλού χρηματοδότηση;
Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως είμαστε σε ένα σημείο που κανείς στον πλανήτη δεν είναι διατεθειμένος να μας δανείσει. Αυτοί που εμείς αποκαλούμε με διάφορους τρόπους (και μετά καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι και απαιτούμε – επαιτούμε δανεικά) φαίνεται πως είναι οι μόνοι διαθέσιμοι. Μήπως κάποιοι άλλοι τους αποκαλούν «τρελούς» που πετούν χρήματα σε ένα βαρέλι που μοιάζει χωρίς πάτο;

Ναι, αλλά πώς θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια;
Ζητώ συγνώμη, αλλά εμένα με έμαθαν πως αξιοπρεπής είμαι όταν μπορώ να περπατώ με το κεφάλι ψηλά, όταν έχω «καθαρό κούτελο» και δεν έχει κανείς να μου προσάψει κάτι. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις που έχω αναλάβει.

Κακά τα ψέματα, καταφέραμε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου μπροστά μας έχουμε μόνο κακές λύσεις. Ή θα μείνουμε εντός της ευρωπαϊκής «οικογένειας» και θα πρέπει σιγά-σιγά να αποδεχόμαστε μισθούς και συντάξεις που θα καταλήξουν στο επίπεδο των 300€ – 400€ (σε μια καλή περίπτωση), ή θα από-χωρίσουμε (και μάλλον όχι σαν φίλοι) και θα πορευθούμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.

Ελπίζω να είναι προφανές πως το παρόν δεν είναι κείμενο υπέρ του «ναι» ή του «όχι». Είναι ένα κείμενο που προηγείται χρονικά.

Ρεαλιστικά, ακόμα και στο «ναι», αυτά δεν θα είναι τα τελευταία μέτρα. Άλλωστε, αν εμείς (ως κράτος) δεν αποφασίσουμε να φτιάξουμε τα του οίκου μας, και στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» να μείνουμε ως… αναγκαίο κακό, θα καταλήξουμε -αργά ή γρήγορα- να είμαστε ο φτωχός συγγενής. Μια κατεξοχήν lose-lose κατάσταση για όλους τους συμμετέχοντες.

Ούτως ή άλλως, όπως έλεγε και ο πατέρας μου, τι να σε φάει λύκος, τι να σε φάει αρκούδα μικρή σημασία έχει… φαγωμένος πήγες.

Καλή έμπνευση (που έλεγε και ένας καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο) και εύχομαι τα καλύτερα για όλους μας.