Αρκετοί αναρωτιούνται για το αν όντως ο Ντίλαν αξίζει ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν είναι μόνο το ασυνήθιστο της είδησης, είναι και η πολιτιστική απόσταση από την περίοδο την οποία ο Ντίλαν εκπροσωπεί. Αυτό όμως που κατάφερε πίσω στο ’60, δεν ήταν λίγο ή απλό. Μέσα από τους στίχους του, μια ολόκληρη γενιά απέκτησε ενδιαφέρον για την ποίηση και τη λογοτεχνία. Έστρεψε τους τραγουδοποιούς προς την ιδέα του ότι τα λόγια τους μπορούσαν να σημαίνουν κάτι, να έχουν ένα μήνυμα. Βρήκε τους τρόπους να αλλάξει το τραγούδι.
Πατώντας σε πολιτικά ακούσματα που προϋπήρχαν αλλά λίγους αφορούσαν, ο Ντίλαν τραγούδησε για κάτι παραπάνω από εφηβικούς έρωτες, αυτοκίνητα και σερφ. Άλλαξε στίχους και γνώμες, πόνταρε στην αξία του πιο «ώριμου», που θέλει να πει κάτι (σημαντικό), ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της εφηβικής κουλτούρας.
Οσοι δεν έζησαν στο ’60, είναι δύσκολο να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα όπως είναι, και αν ο Ντίλαν δεν υπήρχε, σήμερα όλα ή πολλά θα ήταν διαφορετικά.
Αυτή η αλλόκοτη απόφαση της επιτροπής Νόμπελ, δεν αναγνώρισε απλά την αξία ενός μουσικού. Δημιούργησε νέα δεδομένα για την εξίσωση της «ποπ κουλτούρας» με άλλες μορφές «υψηλότερης» τέχνης, όπως η κλασική μουσική. Εφερε ένα χαμόγελο σε όσους τον πίστεψαν, με κάτι που φανερά πιστοποιεί πως είχαν δίκιο.