Βρέθηκα κι εγώ στην εκδήλωση της “Εφημερίδας των Συντακτών” με το ερώτημα «απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;». Από προσωπική περιέργεια περισσότερο και επαγγελματική διαστροφή.
Πλήθος κόσμου, έξω από το θέατρο Άλφα, περίμενε καρτερικά τους ομιλητές. Έφη Αχτσιόγλου, Διονύσης Τεμπονέρας, Μανώλης Χριστοδουλάκης. Τρεις νέοι πολιτικοί που σε σύντομο χρονικό διάστημα έχουν καταφέρει να χαράξουν μία πορεία που συγκεντρώνει συντροφικά και όχι μόνο πυρά. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη σε βαθμό που η παραμονή εντός του χώρου ήταν ανυπόφορη έως και επικίνδυνη. Τα σπρωξίματα δεν έλειψαν, όπως και η δυσαρέσκεια πολλών που έμειναν εκτός και παρακολουθούσαν από τα κινητά τους τηλέφωνα την κουβέντα του πάνελ. Η κυρία της παρέας, Έφη Αχτσιόγλου, πήρε πρώτη το λόγο. Εκείνη την στιγμή ο Στέφανος Κασσελάκης έφτασε στο σημείο, αιφνιδιάζοντας όλους τους παρευρισκόμενους. Το προηγούμενο διάστημα στελέχη και βουλευτές του κόμματος έπαιρναν αποστάσεις από την εκδήλωση, ενώ κάποιοι κατηγόρησαν τον κ. Τεμπονερα για υπονόμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αφήνοντας στην άκρη το παρασκήνιο, αναμφίβολα οι συναντήσεις αυτές δείχνουν μία ωριμότητα του πολιτικού συστήματος για διάλογο ακόμα κι αν αυτό δεν συμβαίνει σε επίπεδο ηγεσίας. Στην Ελλάδα, η κουλτούρα των συναινέσεων άργησε να αποκτηθεί. Και όταν οι πολιτικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να το κάνουν, ίσως, να το έκαναν με λάθος τρόπο. Αρχικά, η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ το 2012 υπό την πίεση της διάσωσης της χώρας και στη συνέχεια η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το 2015 ως το αντιμνημονιακό μέτωπο. Κάπως έτσι το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης κατέρρευσε, όσο κι αν ο Αλέξης Τσίπρας “εκβίασε” προεκλογικά με το χαρτί της απλής αναλογικής ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το ερώτημα που οι διοργανωτές έθεσαν παραπέμπει σε μία θεωρητική συζήτηση ονοματολογίας. Αν και φαντάζομαι ότι και οι τρεις ομιλητές θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως τα πρόσωπα εκείνα απέναντι στον Μητσοτάκη, δεν το έκαναν κυρίως για να μην αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της εκδήλωσης και κατά δεύτερον για να αποφύγουν σχόλια περί προσωπικής ατζέντας, που ήδη είχαν ακουστεί. Οι ίδιοι, λοιπόν, απέφυγαν μία προσωποκεντρική προσέγγιση, κάτι που ο Στέφανος Κασσελάκης επιδίωξε να πετύχει.
Η παρουσία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ερμηνεύτηκε ως μία επίδειξη δύναμης της Κουμουνδούρου προς τις υπόλοιπες κεντροαριστερές δυνάμεις για το ποιος πρέπει να ηγηθεί του προοδευτικού χώρου. Ωστόσο, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει διαφορετική άποψη. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία ότι η εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση μετά τις ευρωεκλογές καθιστά την Χαριλάου Τρικούπη επικεφαλής μιας τέτοιας συζήτησης για συνεργασία. Αμφότεροι, όμως, έχουν άδικο.
Η κυριαρχία της κυβέρνησης δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και πολιτική. Η απουσία εναλλακτικής κυβερνητικής επιλογής συντηρεί τη Νέα Δημοκρατία σε μία άνευ προηγουμένου δυναμική για κόμμα εξουσίας. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον και περισσότερο τους εαυτούς τους, επιτρέποντας στον Κυριάκο Μητσοτάκη να δραστηριοποιείται σε όλο το φάσμα του πολιτικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και σε μερίδα ψηφοφόρων της. Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός ισορρόπησε από μία δύσκολη κατάσταση, δίνοντας την εναλλακτική της αποχής στους διαφωνούντες υπουργούς και βουλευτές και ταυτόχρονα ικανοποιώντας το προοδευτικό κοινό για την αποκατάσταση μίας κοινωνικής αδικίας.
Ειδικά το ΠΑΣΟΚ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχασε μία μεγάλη ευκαιρία να δείξει προοδευτικά αντανακλαστικά. Οι αμφίσημες δηλώσεις του προέδρου Νίκου Ανδρουλάκη (“δεν θα δέσω τα κορδόνια της κυβέρνησης”) και οι αντιδράσεις βουλευτών έφεραν σε δύσκολη θέση το κόμμα, ενώ δεν αναδείχθηκε η αδιαφορία του ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, να επιλύσει τα προβλήματα των ομόφυλων ζευγαριών, πλην του συμφώνου συμβίωσης. Παρόμοια κατάσταση συναντάται και στα νομοσχέδια για την ψήφο των ομογενών και την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, όπου το ΠΑΣΟΚ σύρεται περισσότερο στην προβληματική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ παρά στα θέλω της κοινωνίας.
Κάπως, έτσι, η κυριαρχία Μητσοτάκη παραμένει αλώβητη, ενώ η αναζήτηση εκείνου που θα βρεθεί απέναντι του παραμένει γρίφος. Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις πρέπει πρώτα να επιλύσουν πρακτικά ζητήματα. Η αποστροφή λόγου του κ. Τεμπονέρα στους δημοσιογράφους ότι το πραγματικό ερώτημα είναι το πώς θα βρεθούμε απέναντι στον Μητσοτάκη είναι ό,τι πιο ουσιαστικό ακούστηκε σε αυτή την συζήτηση.
* Ο Παναγιώτης Καμπούρης είναι δημοσιογράφος, πτυχιούχος του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο