. | Vasilis Germanis/SOOC
Αναγνώστες

Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ (debt / GDP)…

Και η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας   
Tο δικό σας Protagon

Ο Ανταμ Σμιθ στο περίφημο βιβλίο του «Ο πλούτος των Εθνών» (1776) και με την  αρχή της Αοράτου Χειρός, διακήρυττε στην τότε κοινωνία ότι το άτομο επιδιώκοντας το προσωπικό του συμφέρον οδηγείται από κάποιο «αόρατο χέρι» στην προώθηση του γενικού καλού.

Χωρίς καμία διάθεση κριτικής του τεράστιου για την εποχή έργου του, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι αναφερόταν σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, δηλαδή σε εκείνη τη μορφή αγοράς όπου κανείς δεν διαθέτει τόση «δύναμη» για να μπορεί να επηρεάσει τις τιμές. Δηλαδή καμιά επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα να πουλήσει το προϊόν της ούτε 10 σεντς περισσότερο από την τιμή που έχει διαμορφωθεί στην αγορά.

Βεβαίως γνωρίζουμε ότι ο πλήρης ανταγωνισμός είναι μια ιδεατή μορφή αγοράς με ελάχιστη έως μηδενική παρουσία στον πραγματικό κόσμο. Αντιθέτως, στην πραγματική οικονομία υπάρχουν μορφές αγοράς (ολιγοπώλια, καρτέλ, μονοπώλια) που οι επιχειρήσεις στην προσπάθεια μεγιστοποίησης του κέρδους τους, ασφαλώς μπορούν να διαμορφώνουν, συμφωνούν (μεταξύ τους) ή και επιβάλλουν στην αγορά την τιμή που θέλουν!

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας καταργώντας πολλούς περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων, τεχνολογίας, πληροφορίας αλλά και μάρκετινγκ, έδωσε τη δυνατότητα, μεταξύ πολλών άλλων, σε όποιον είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα προϊόντος ή χρήματος να μπορεί να επηρεάσει την τιμή του, όχι μόνο σε τοπικό αλλά πλέον και σε παγκόσμιο επίπεδο!

Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο οπότε και γεννήθηκε (ή σχεδιάστηκε) η ιδέα της παγκοσμιοποίησης, το διεθνές εμπόριο αναπτύσσεται θεαματικά και συμπαρασύρει στην ανάπτυξη και την «επιβολή» των διεθνών καταναλωτικών προτύπων.

Σταδιακά «μαθαίνουμε» τον όρο υπερκατανάλωση του οποίου μια από τις μεταφράσεις είναι «ξοδεύω περισσότερα από όσα παράγω» (εισόδημα). Και πως γίνεται αυτό; Εύκολα! Αρχίζω την «αφαίμαξη» της αποταμίευσής μου. Ωραία! Και όταν τελειώσει; Ακόμα πιο εύκολα! Βρίσκω κάποιον από αυτούς που λέγαμε προηγουμένως με μεγάλη ποσότητα στα χέρια του αγαθού(!), στην προκείμενη περίπτωση χρήματος, και δανείζομαι!

Πηγή http://www.tradingeconomics.com

Προβάλλοντας το παραπάνω μικροοικονομικό σενάριο σε μακροοικονομικό επίπεδο ΔΕΝ θα παρατηρήσουμε σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών και ιδιωτών στη «λογική» τους σε σχέση με τα δάνεια (debt).

Σε μακροοικονομικό επίπεδο ένας από τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το χρέος της, και κατά συνέπεια προσδιορίζει και το κόστος δανεισμού της (επιτόκιο), είναι η σχέση χρέους προς ΑΕΠ (dept/GDP).

Ο όρος χρέος (dept) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα δάνεια που έχει συνάψει η χώρα και οφείλει να αποπληρώσει αλλά και τα κρατικά ομόλογα που έχει εκδώσει, τα οποία αγοράστηκαν από τρίτους (χώρες, διεθνή funds ή και ιδιώτες) και τα οποία ασφαλώς αποτελούν μορφή δανεισμού της. Αγοράζοντας κάποιος κρατικό ομόλογο, στην πραγματικότητα δανείζει το κράτος που το έχει εκδώσει.

Ο όρος ΑΕΠ [Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (GDP)] περιλαμβάνει τη συνολική αξία της παραγωγής των τελικών αγαθών και υπηρεσιών μιας χώρας σε ένα έτος. Ταυτόχρονα η αξία του ΑΕΠ δείχνει και το ύψος του συνολικού εισοδήματος, αλλά και της συνολικής δαπάνης της χώρας.

Καταλαβαίνουμε ότι το επιθυμητό (ειδικά για τις αδύνατες οικονομίες) θα ήταν η σχέση dept / GDP να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη, κάτι το οποίο μεταξύ άλλων θα επηρέαζε θετικά και το κόστος του δανεισμού, αλλά και την απόδοση των κρατικών ομολόγων.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα η σχέση dept / GDP ήταν 22,6 (1980), 60 (1990), 94 (2000) και στο ύψος ρεκόρ 170 (2012)!

Αναζητώντας τα αίτια της τόσο βαθιάς ύφεσης στην Ελλάδα ‒μεταξύ πολλών άλλων δομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας‒ η σκέψη μας οδεύει και στην αναφερθείσα σχέση dept / GDP.

Είναι προφανές ότι διαχρονικά η σχέση αυτή επιδεινώθηκε θεαματικά!

Μας φαντάζει πολύ δύσκολο (έως αδύνατον) μια οικονομία να ονομαστεί βιώσιμη, δηλαδή να αποκτήσει τη δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών της τα οποία συνεχώς διογκώνονται τη στιγμή που η παραγωγή της (το εισόδημά της) συνεχώς συρρικνώνονται.

Κλείνοντας τις παραπάνω σκέψεις θεωρώ προφανές ότι αν η Ελλάδα δεν αποφασίσει επιτέλους να αλλάξει δομικά, να ορίσει συγκεκριμένους στόχους, να προγραμματίσει μια πορεία για την επίτευξή τους, να εκμεταλλευτεί τους τομείς που μπορεί να είναι δυνατή,  να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, να μειώσει την απίστευτη φοροδιαφυγή και παραοικονομία της, να δημιουργήσει κίνητρα για υγιείς επενδύσεις, ουδέποτε θα μπορέσει να ονομαστεί βιώσιμη οικονομία.

*Ο Μανώλης Αναστόπουλος είναι οικονομολόγος.