Στις εσωκομματικές εκλογές για την ηγεσία του γαλλικού συντηρητικού κόμματος επικράτησε ο Φρανσουά Φιγιόν, πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας, του Νικολά Σαρκοζί, που επιχειρούσε ηρωική επιστροφή, γεγονός που δεν αποτέλεσε έκπληξη ειδικά σε όσους δεν παρακολουθούσαν στενά το πολιτικό γίγνεσθαι της Γαλλίας.
Σε δεύτερο χρόνο η εξέλιξη αυτή, δημιούργησε την ελπίδα ότι ο Φιγιόν θα αποτελέσει το κατάλληλο ανάχωμα στην επέλαση της Μαρίν Λεπέν και της μοιραίας στροφής της γαλλικής δημοκρατίας στον λαϊκισμό και την ακροδεξιά.
Ανεξάρτητα με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, η υποψηφιότητα Φιγιόν και η ενδεχόμενη επικράτησή του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, σηματοδοτεί μια ούτως ή άλλως, ισχυρή τάση που αναμφίβολα θα οδηγήσει σε μια νέα συντηρητικότερη Γαλλία, έστω και αποφεύγοντας προς ώρας, τον ευρωσκεπτικισμό της Λεπέν.
Από την άλλη πλευρά η Ιταλία, μετά τη συντριπτική ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου, βλέπει το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο (που στις δημοτικές εκλογές επικράτησε άνετα σε κρίσιμες πόλεις όπως η Ρώμη, το Μιλάνο κ.α.), να απαιτεί τη διάλυση της βουλής και την άμεση προσφυγή στις κάλπες.
Η παραίτηση Ρέντσι ήταν προφανώς η απαρχή ενός νέου κύκλου εσωστρέφειας στην ιταλική κεντροαριστερά, αλλά και μιας επικίνδυνης αστάθειας στην ιταλική πολιτικοοικονομική πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ –υποψήφια για 4η φορά–δέχεται δριμύτατη κριτική για μια σειρά χειρισμών της, σε διάφορους τομείς και ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης αλλά και τη στάση που θα πρέπει να κρατήσει η Budensbank σχετικά με την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Αυτή τη φορά η επικράτηση της καγκελαρίου δεν φαίνεται καθόλου δεδομένη, ενώ εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα σημειώνουν τη μια νίκη μετά την άλλη σε τοπικές εκλογές των επιμέρους κρατιδίων της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Παρόμοια εικόνα παρατηρείται σε Αυστρία όπου αν και στις τελευταίες προεδρικές εκλογές ηττήθηκε η ακροδεξιά, εντούτοις η νίκη των πρασίνων ίσως αποδειχθεί Πύρρειος, αφού το εθνικιστικό κόμμα των «Ελευθέρων» κατάφερε να συγκεντρώσει το τρομακτικό ποσοστό του 47%!
Ήδη σε Ουγγαρία, Ολλανδία, Ρουμανία, Πολωνία, είτε κυβερνούν αυτοδύναμα, είτε συμμετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, κόμματα, με ιδιαίτερο εθνικιστικό και αντιευρωπαϊκό λόγο.
Η συνεχιζόμενη οικονομική και γεωπολιτική παγκόσμια αστάθεια, η απουσία δυναμικής παρουσίας και ξεκάθαρης εξωτερικής πολιτικής από την Ε.Ε η έκρηξη του προσφυγικού ‒που αναμένεται να ενταθεί‒ η ολοένα και πιο προκλητική στάση της Τουρκίας, που μέχρι στιγμής αντιμετωπίζεται μάλλον υποτονικά, η εκλογή του απρόβλεπτου Ντόναλντ Τραμπ και η αναμενόμενη επιβράδυνση της κινεζικής και ινδικής οικονομίας σε συνδυασμό με την ολοένα επιδεινούμενη κατάσταση στη Μ. Ανατολή, σε ένα νοητό τόξο πολεμικών επιχειρήσεων από το Ισραήλ και την Συρία ως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, τη χαμηλή τιμή του πετρελαίου με άμεσες μακροπρόθεσμες συνέπειες στις οικονομίες της Αραβικής χερσονήσου, είναι μερικά μόνο από τα σημαντικότερα στοιχεία που οδηγούν αναπόφευκτα σε αδιέξοδο και απομονωτισμό το πολιτικό εγχείρημα της Ένωσης.
Η εμμονή σε μια αντιαναπτυξιακή οικονομική πολιτική μακράς λιτότητας, χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων και υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, αποδυναμώνει βαθμιαία τις ελεγχόμενες εθνικές οικονομίες από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς (ΕΚΤ και ΕΜΣ), προκαλεί αρνητισμό και αποστροφή για το κοινό ευρωπαϊκό όραμα, ενισχύει τον λαϊκισμό, τη δημαγωγία, την ακραία ριζοσπαστική ρητορική κι αναδεικνύει τον φονταμενταλισμό και την αντίδραση, ως κύριους ρυθμιστικούς παράγοντες για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού και ευκαιριακής συνεργασίας.
Η Γαλλική Δημοκρατία, μετά την πιθανή επικράτηση Φιγιόν, στις επόμενες προεδρικές εκλογές ίσως αποτελέσει την απαρχή για τη –δίχως επιστροφή– μετατόπιση και του τελευταίου πόλου έκφρασης μιας διαφορετικής οπτικής, αντίθετης της μονοδιάστατης γερμανικής άκαμπτης ηγεμονίας.
Οι φωτισμένοι, ισχυροί ηγέτες, βρίσκονται πλέον μόνον ως πορτραίτα στους διαδρόμους κοινοβουλίων, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές ελίτ –ειδικά της πάλαι ποτέ πρωτοποριακής ευρωπαϊκής διανόησης– παραμένουν σε κατάσταση παρατεταμένου λήθαργου, οι πολιτικοοικονομικές ιδεολογίες καταρρέουν θάβοντας αρχές και προσδοκίες, ενώ επί των ερειπίων περιφέρονται σε απόγνωση πολίτες άβουλοι και εξανδραποδισμένοι, πολιτικά τυφλοί, αναζητώντας μάταια, έστω και έναν μονόφθαλμο ηγέτη, λυτρωτή και Μεσσία.
Και στην περίπτωση λοιπόν του εύθραυστου ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα ισχύσει ο περίφημος νόμος του Μέρφι, που ορίζει πως «αν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι τρόποι να γίνει κάτι και κάποιος από αυτούς οδηγεί στην καταστροφή, τότε μοιραία θα επιλεγεί ο τρόπος που θα οδηγεί σε αυτήν».