Αναγνώστες

Η αναγκαιότητα της λήθης

Συνάντησα τυχαία διαδοχικά δύο φίλους μου στον δρόμο. Ο ένας μου έλεγε πως πάνε δεν πάνε 60 χρόνια από τα βασανιστήρια που βίωναν οι αριστεροί στον εμφύλιο. Ο δεύτερος μού είπε κάτι αντίστοιχο αυτή τη φορά από την πλευρά των δεξιών. Θεέ μου, είπα, πρέπει να ξεχάσουμε.

protagon.import

Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στην Ολομέλεια της Βουλής την Τετάρτη το βράδυ, ενστικτωδώς το μυαλό μου μπήκε στη διαδικασία να ψάχνει πιθανές «εξόδους κινδύνου». Δεν μπορούσα να αντέξω αυτό το live εξελισσόμενο χάος, τη Βαβέλ της μετα-μεταπολίτευσης. Γιατί -ναι- είμαστε στο «πέρασμα», στη φάση της μετάβασης από το πριν σε ένα ανείδωτο ακόμη «μετά», στην εποχή των τεράτων όπως την περιέγραφε και ο Gramci. Και ξαφνικά κάπου εκεί που ξύλινες, στοναρισμένες φωνές μού σκότωναν τις ελπίδες για το μέλλον, σκέφτηκα πως υπάρχει ένας δρόμος που ίσως αποτελεί τη μοναδική μας ελπίδα σωτηρίας, η λύση της λήθης.

Μία μέρα πριν από την Τετάρτη, συνάντησα τυχαία διαδοχικά δύο φίλους μου στον δρόμο. Πάνω στην κουβέντα -και με αφορμή τα γεγονότα στην Ελλάδα σήμερα- ο ένας μου έλεγε πως πάνε δεν πάνε 60 χρόνια από τα βασανιστήρια που βίωναν οι αριστεροί στον εμφύλιο. Ο δεύτερος, μου είπε κάτι αντίστοιχο που αφορούσε αυτή τη φορά την πλευρά των δεξιών. Θεέ μου, είπα και πάλι, πρέπει να ξεχάσουμε. Πρέπει. Πρέπει. Πρέπει. Αλλιώς θα χαθούμε. Αλλιώς δεν θα προλάβουμε να ζήσουμε.

Μετά, μια ιστορία «ήρθε να με βρει» καθώς το εξελισσόμενο βαβελικό μεταμεσονύκτιο χάος συνέχιζε να εκτυλίσσεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Αυτή τη φορά ήταν η μνήμη κι όχι η λήθη που μου έκρουε τη θύρα. Θυμήθηκα ένα ζευγάρι που εγώ το γνώρισα ηλικιωμένο, παντρεύτηκαν εκεί λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο σε ένα μικρό χωριό την ελληνικής επαρχίας. Η γυναίκα -λίγα μόλις χρόνια πριν- είχε χάσει τον αδερφό της σε βασανιστήρια τις τελευταίες μέρες πριν πέσει η αυλαία του ελληνικού εμφυλίου, και ο άνδρας είχε χάσει το χέρι του πολεμώντας επίσης την ίδια περίοδο στο αντίπαλο στρατόπεδο από τον αδερφό της. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, προερχόμενοι από δύο αντίπαλα στρατόπεδα του εμφύλιου σπαραγμού, πληγωμένοι και πονεμένοι, αγαπήθηκαν -με τις πληγές στα χέρια- παντρεύτηκαν κι έζησαν μαζί, και γέννησαν παιδιά κι εκείνα με την σειρά τους εγγόνια. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, είναι η απόδειξη του λυτρωμού της λήθης, σκέφτηκα.

Όχι τα πάντα. Η λήθη δεν είναι για τα πάντα. Αλλά είναι αναγκαία, είναι ζωτική, ειδικά σε κάποιες ιστορικές στιγμές που οι δρόμοι οδηγούν σε αλλεπάλληλες αβύσσους, όπως τώρα. Είναι τόσο αναγκαία όσο και η μνήμη. Πρέπει να θυμόμαστε να ξεχνάμε. Όσο μπορούμε κι όσο πρέπει, ούτως ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε.

Αυτό με διδάσκει  η ιστορία εκείνου του ζευγαριού, των παππούδων μου, που αν δεν είχε καταφέρει τότε να «ξεχάσει» μέσω της αγάπης, εγώ σήμερα δεν θα ήμουν εδώ για να θυμάμαι πως πρέπει να ξεχνώ, για να θυμάμαι πως… πρέπει να ζήσoυμε.