Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένο με ταξίδια στα νησιά και τις μαγευτικές θάλασσές τους. Ήλιος, γαλαζοπράσινα νερά, παρέες, ταβερνάκια…
Και κάπου στο βάθος, ξεκλέβουν το μάτι σου κάτι σωσίβια. Που δεν ανήκουν σε κατάστημα με water sports. Που δεν ανήκουν σε κοινούς λουόμενους. Που μαθαίνεις ότι είναι σωσίβια για τους πρόσφυγες, αυτούς τους παράξενους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας την ειρήνη.
Και κάπου εκεί ραγίζει ο προστατευμένος σου μικρόκοσμος.
Αντιλαμβάνεσαι ότι ο κόσμος δεν είναι όσο ειδυλλιακός μοιάζει, ότι υπάρχουν άνθρωποι που πνίγονται στις θάλασσές μας, άνθρωποι που δεν ήρθαν στο νησί για διακοπές, αλλά κάποια άγνωστη εξουσία τους επιβάλλει να κάνουν.
Διακοπές στη Χίο. Διαμονή σε hotspot. Με έξοδα σχεδόν πληρωμένα.
Οι «διακοπές» αυτές όμως έχουν μια διαφορά: οι ταξιδιώτες δεν μπορούν ούτε να γυρίσουν πίσω, ούτε τους δέχονται αλλού.
Η μικρή αλήθεια που δεν έχει γίνει αντιληπτή είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι εγκλωβισμένοι. Δε θέλουν να μείνουν, αλλά δεν τους επιτρέπεται να φύγουν.
Θύματα πολέμου, που έχουν χάσει τα περισσότερα που συνιστούσαν τη ζωή τους: πατρίδα, οικογένεια, εργασία, περιουσία. Παγιδευμένοι σε νησιά. Και οι πιο τυχεροί, που προωθήθηκαν, παγιδευμένοι σε πόλεις.
Μέσα σε περιχαρακωμένα χωράφια περιμένουν κάποιο φιλάνθρωπο ρεύμα του εξωτερικού να τους επιτρέψει να συνεχίσουν το ταξίδι προς την αναζήτηση νέας πατρίδας.
Οι τοπικές κοινωνίες των νησιών στάθηκαν αλληλέγγυες, με εξαίρεση ορισμένους επιτήδειους που πήγαν να αμαυρώσουν τη συνολική προσφορά των νησιωτών.
Τα τελευταία δύο χρόνια η κατάσταση στη Χίο και στη Λέσβο είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα της σύγχρονης Ελλάδας. Η τοπική κοινωνία προσφέρει, αλλά και αντιδρά, τις περισσότερες φορές δικαιολογημένα.
Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που δημιούργησε το προσφυγικό στους πολίτες φαίνεται να υποδαύλισαν την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, η οποία γνώρισε στις τελευταίες εκλογές ανησυχητική άνοδο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Λέσβο μεταξύ των εκλογών Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 σχεδόν διπλασίασε τα ποσοστά της (από 4,66 σε 7,78). Στις δηλώσεις των ντόπιων στα διάφορα Μέσα είναι φανερή η ανασφάλειά τους, καθώς και ο φόβος για την εγκληματικότητα, μετά από καταγεγραμμένα περιστατικά κλοπών και ξυλοδαρμών.
Δεδομένου ότι σε κάθε hotspot βρίσκονται, υπεράριθμοι, χιλιάδες πρόσφυγες, φυγάδες πολέμου, που ζουν σε τραγικές συνθήκες και στερούνται τροφή, φάρμακα, συνθήκες υγιεινής, πιθανή παρεκτροπή τους είναι αναμενόμενη σε κάποιο βαθμό, αλλά φυσικά καθόλου αποδεκτή.
Το γεγονός αυτό οφείλει να προβληματίσει τις αρχές, ώστε να αυξήσουν την αστυνόμευση, και πέρα απ’ αυτό να διασφαλίσουν την διατήρηση της ευνομίας και της κοινωνικής ασφάλειας.
Η Πολιτεία πρέπει επίσης να επιταχύνει τις διαδικασίες για προώθηση και αναλογική κατανομή των προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες.
Ως τώρα η Ελλάδα αποτελεί τον «καλό Σαμαρείτη» της ευρωπαϊκής οικογένειας, προσφέροντας απλόχερα βοήθεια, την ίδια στιγμή που οι κραταιές οικονομικά χώρες της Ε.Ε. γυρίζουν την πλάτη και προδίδουν τις ευρωπαϊκές αξίες, κλείνοντας τα σύνορά τους.
Ωστόσο, η Ελλάδα, δεδομένων των οικονομικών της, είναι αδύνατο να μπορέσει να συντηρήσει ολόκληρο το προσφυγικό κύμα.
Βεβαίως, η αδιαφορία των ισχυρών Ευρωπαίων, καθιστά πλέον σαφές ότι θα παραμείνει στη χώρα αριθμός προσφύγων δυσανάλογα μεγάλος με το μικρό της μέγεθος.
Εφόσον αυτό συμβεί, είναι αναγκαία η ενσωμάτωση όλων όσοι θα παραμείνουν στην Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση της ενσωμάτωσης είναι η πρόθεση ενσωμάτωσης, η οποία και εκφράζεται με την επίδειξη σεβασμού στους νόμους, στα ήθη και στην ελληνική κουλτούρα συνολικά. Βεβαίως πρόβλημα στο προφίλ των εν λόγω προσφύγων αποτελεί η θρησκεία τους, που είναι ισχυρό κομμάτι του εαυτού και της εθνικής τους ταυτότητας.
Καθόσον η ελληνική κοινωνία τους δέχεται στους κόλπους της, οφείλουν και οι ίδιοι να κάνουν βήματα και παραχωρήσεις, αποδεχόμενοι τη θρησκεία και την κουλτούρα της χώρας που τους φιλοξενεί, χωρίς περιττές διεκδικήσεις, που δείχνουν αχαριστία και πρόθεση εκμετάλλευσης.
Απ’ τη μαντίλα ως τον σταυρό, και απ’ το χοιρινό κρέας ως το αλκοόλ, χωρίζουν πολλά τους πολιτισμούς μας. Εάν υπάρξει αμοιβαίος σεβασμός και πρόθεση συμβίωσης, ίσως υπάρξει αίσιο τέλος σε βάθος χρόνου.
Αν η Ελλάδα θα αντέξει να θρέψει και να παράσχει εργασία σε τόσα πεινασμένα στόματα, δεν ξέρω.
Γιατί οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αδιαφορούν επιδεικτικά για το ζήτημα, σα να μην έχουν ίχνος ανθρωπιάς, δεν ξέρω.
Θα μας έκανε κάποια ελάχιστη αίσθηση, αν συνειδητοποιούσαμε ποτέ ότι αυτά τα σωσίβια ίσως μια μέρα χρειαστεί να τα φορέσουμε εμείς;
Για ακόμη μία φορά, δεν ξέρω.
*H Κλεονίκη Αθανασιάδου και είναι τριτοετής φοιτήτρια Ιατρικής στο ΑΠΘ.