Οι μέρες αυτές θυμίζουν αρκετά τον Ιούνη του 2015, τότε, λίγο πριν το περίφημο δημοψήφισμα, που η εθνική μας υπερηφάνεια μετριόταν από τα αν ψηφίζαμε το κατάπτυστο «ναι» ή το περήφανο «όχι». Τότε που για να είμαστε αντάξιοι της ιστορίας μας και να μην κατηγορηθούμε ως «γερμανοτσολιάδες» ή «ραγιάδες», έπρεπε να πούμε το «όχι της αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας, της ζωής», όπως έλεγαν οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων του «όχι».
Αυτές τις μέρες βιώνουμε πάλι την ίδια πόλωση, τον ίδιο φανατισμό, την ίδια διάθεση για αντιπαραθέσεις, με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών. Και πάλι, όσοι στηρίζουν το «ναι», είναι προδότες, είναι εθνικά μειοδότες, ενώ όσοι στηρίζουν το «όχι» περήφανοι και πατριώτες. Μόνο που τώρα διαφέρει η διανομή των ρόλων.
Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «εθνικό θέμα», που όπως κάθε θέμα που ορίζεται ως τέτοιο, είναι ταμπού, έχει τους δικούς του κανόνες συζήτησης και δεν επιτρέπει αποκλίσεις. Ένα θέμα, που η στάση μας απέναντί του, έχει διαμορφωθεί από χρόνια σχολικής εκπαίδευσης, πλήρως εναρμονισμένης με την κυρίαρχη ιδεολογία, έτσι όπως αυτή εκφράζεται από τα εθνικά αφηγήματα, τις ιδεολογίες, τις συλλογικές αγωνίες, αλλά και τους κοινούς ευσεβείς πόθους. Και όλοι ξέρουμε ότι οι νεοεισερχόμενες πληροφορίες, για να γίνουν αποδεκτές, θα πρέπει να συμφωνούν με ότι έχει ήδη προεγγραφεί.
Την ίδια ώρα, οι δημοσιογράφοι, διαμεσολαβητές και υποκειμενικοί μαντατοφόροι, παίρνουν όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από τα ίδια τα γεγονότα, που άλλοτε αποτελούσαν το επίκεντρο και επενδύουν σταθερά στη σχολιαστική δημοσιογραφία.
Σε τούτο, λοιπόν, το νέο τοπίο ενημέρωσης και δημόσιας συζήτησης, όπου οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα κυριαρχούν, η συζήτηση για τα σοβαρά θέματα, συμπεριλαμβανομένου και του «Μακεδονικού», γίνεται αναγκαστικά εν μέσω οπτικών (βίντεο και φωτογραφίες από επεισόδια, περικεφαλαίες και σημαιοφόρους) και λεκτικών (δυϊστικό σχήμα πατριώτες εναντίον προδοτών) επιλογών που σίγουρα αφήνουν πολύ περιορισμένο χώρο για ανταλλαγή επιχειρημάτων. Διεξάγεται εν μέσω επικοινωνιακού «θορύβου».
Με αυτής της ποιότητας τον δημόσιο λόγο εκπαιδεύονται οι πολίτες. Αυτόν τον δημόσιο λόγο «κοπιάρουν» στις συζητήσεις τους και είναι τουλάχιστον αφελές να απαιτούμε από τους πολλούς να θέσουν τις προϋποθέσεις μιας ψύχραιμης συζήτησης, την ώρα που οι λίγοι έχουν αποδειχθεί τόσο κατώτεροι των περιστάσεων.
* Η Ιωάννα Κωσταρέλλα είναι επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ.