Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θεωρεί ότι στις 21 Αυγούστου «η Ελλάδα ανοίγει νέα σελίδα» και ότι «αυτό είναι οριστικό» | ΤΖΑΜΑΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ / ΙΝΤΙΜΕΝΕWS
Αναγνώστες

Είναι προς εορτασμό η έξοδος στις αγορές;

Η μετάβαση από τον δανεισμό των μνημονίων στον δανεισμό των αγορών δεν θα είναι εύκολη ή ασφαλής διαδικασία. Οι πανηγυρισμοί έχουν ως μόνο σκοπό την επικοινωνιακή προβολή της κυβέρνησης και δεν συνάδουν με τους κινδύνους, προβλεπόμενους και απρόβλεπτους, που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα
Tο δικό σας Protagon

Η Ελλάδα την περίοδο 2010-2018 δεν μπορούσε να δανειστεί σε χαμηλά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης ήταν μονόδρομος για να μπορέσει να καλύψει τα ελλείμματα των πρώτων ετών και την αποπληρωμή των προηγούμενων δανειακών υποχρεώσεων. Το τίμημα του σχετικά φθηνού δανεισμού σε σχέση με τις αγορές ήταν η υπογραφή τριών μνημονίων με αυστηρά μέτρα και υποχρέωση υλοποίησης συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων.

Οι μνημονιακές συμβάσεις είχαν σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν και από την ελληνική πλευρά πολλές παλινδρομήσεις, με πιο επώδυνη αυτή του 2015 που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο και σε capital controls.

Στις 21 Αυγούστου ολοκληρώνεται το  τρίτο μνημόνιο. Η χώρα παύει να έχει δεσμευτικές υποχρεώσεις έναντι των εταίρων της, αλλά ταυτόχρονα παύει να έχει ασφαλή χρηματοδότηση με εξασφαλισμένα χαμηλά επιτόκια. Η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές με δημοσιονομικό πλεόνασμα, μικρό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πληρωμών, ανακεφαλαιοποιημένες και βιώσιμες τις τράπεζές της, αλλά και με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ύψος του δημοσίου χρέους, το οποίο έχει ξεπεράσει το 180% του ΑΕΠ της χώρας, δεν αφήνει περιθώρια για πανηγυρισμούς ή αισιοδοξία. Από τα 344 δισ. του δημόσιου χρέους τα 238 δισ. προέρχονται από τον μηχανισμό στήριξης με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να λειτουργήσει με δημοσιονομική πειθαρχία και εφαρμογή πολιτικών που θα τονώσουν το ΑΕΠ της χώρας. Σε κάθε δημοσιονομική απόκλιση οι αγορές θα είναι αμείλικτες. Σήμερα το 10ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου διαπραγματεύεται με επιτόκιο της τάξης του 4%, δηλαδή πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα με ευρώ και λίγο πιο κάτω από το επιτόκιο του 2010, οπότε η χώρα κατέφυγε στον μηχανισμό διάσωσης. Για τον λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση καταφεύγει κυρίως σε έντοκα γραμμάτια τρίμηνης διάρκειας με ποσοστό κάτω του 1%. Τα επιτόκια που η χώρα δανείστηκε από τον EFSF και τον ESM είναι της τάξης του 1%. Είναι προφανές πως η χώρα χρειάζεται να επιτύχει επιτόκια από έκδοση ομολόγων που δεν θα ξεπερνούν το 2%-3% για να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα η έξοδός της στις αγορές. Το σημερινό επιτόκιο του 4% στο 10ετές ομόλογό της δεν συνιστά καθαρή έξοδο στις αγορές. Η εξυπηρέτηση των τόκων θα πρέπει τα επόμενα έτη να γίνει από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Οσο υψηλότερα τα επιτόκια δανεισμού, τόσο υψηλότερα θα πρέπει να είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Παράλληλα, η αύξηση του ΑΕΠ της χώρας είναι μονόδρομος για να μειωθεί το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Οσο υψηλότερος ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τόσο γρηγορότερη η αποκλιμάκωση του χρέους. Για να επιτευχθεί η αύξηση του ΑΕΠ είναι επιβεβλημένη η υιοθέτηση μέτρων και πολιτικών που θα ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα και την παραγωγή, ώστε η χώρα να επιστρέψει στην κανονικότητα και να αποφύγει την πιθανότητα επιστροφής στην επιτήρηση.

Η μετάβαση από τον δανεισμό των μνημονίων στον δανεισμό των αγορών δεν θα είναι μια εύκολη ή ασφαλής διαδικασία. Θα απαιτηθεί μεγάλη πολιτική σοβαρότητα και σταθερότητα προκειμένου η χώρα να μπορέσει να ανταποκριθεί στους κινδύνους που συνεπάγεται η έξοδος στις αγορές. Οι πανηγυρισμοί που σήμερα γίνονται έχουν ως μόνο σκοπό την επικοινωνιακή προβολή της κυβέρνησης και σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με τους προβλεπόμενους και απρόβλεπτους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα.


* Ο Θανάσης Ζεκεντές είναι μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος.