Η τελευταία περίπτωση της κατάθεσης μήνυσης εναντίον του Α.Πετρουλάκη, από τον αρχηγό των ΑΝΕΛ και υπουργό Εθνικής Άμυνας, άσχετα με την τελική έκβαση της υπόθεσης, αποκαλύπτει με τον πιο ξεκάθαρο και χαρακτηριστικό τρόπο, μια πραγματική εικόνα, που εδώ και δυο χρόνια, από την πρώτη δηλαδή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καλύπτονταν έστω και προσχηματικά, από την αχλή του περίφημου ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς.
Από τις πρώτες κινήσεις τις ιδιότυπης κυβερνητικής συμμαχίας, φάνηκε μια αδέξια, αλλά επίμονη προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ.
Αρχικά δημιουργώντας έναν σκληρά ελεγχόμενο κομματικό πυρήνα, στη δήθεν ελεύθερη και πολυφωνική ΕΡΤ των αμαρτιών, στα πρότυπα του παλαιοκομματικού κράτους της «αλλαγής» του Ανδρέα.
(Άλλωστε μια γρήγορη ματιά στις τελευταίες προσλήψεις διοικητικών και δημοσιογράφων, στο πολύπαθο ραδιομέγαρο της Μεσογείων, είναι ενδεικτική των προθέσεων του νέου καθεστώτος).
Κατόπιν ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους παλιούς «εργοδότες» του μιντιακού πλέγματος και η βίαιη ανάδειξη νέων, φεουδαρχών και πατρόνων στη θέση των παλιών, βέβαια, με την ανάλογη υποστήριξη στο σύστημα, που στηρίζει και στηρίζεται από τα δυο κυβερνητικά κόμματα.
Μεγαλοεκδότες και καναλάρχες, επιχειρηματίες και παρατρεχάμενα στελέχη, σε μια τραγικά ανοργάνωτη διαδικασία, που θύμιζε μαφιόζικη ταινία με κακογραμμένο σενάριο και άθλιες ερμηνείες, (που όμως ο σκηνοθέτης είχε τη βεβαιότητα της δημιουργίας του 8ου κινηματογραφικού θαύματος), κλειστήκαν ως υπόδικοι σε δωμάτια, πλήρωσαν για άδειες που ποτέ δεν πήραν και αφού η όλη διαδικασία κατέπεσε πανηγυρικά στα δικαστήρια, τώρα περιμένουν την επιστροφή των χρημάτων τους.
Προηγήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο μυστικές συναντήσεις και δείπνα του πρωθυπουργού με παράγοντες των ΜΜΕ παρουσία συμπαθητικών, πλην εξωτικών κατοικίδιων.
Τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες υπό πτώχευση με χιλιάδες εργαζομένους να βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εφιάλτη της ανεργίας, τους ιδιοκτήτες να είναι ανεξέλεγκτοι στο απυρόβλητο, την ώρα που άλλοι δεκάδες ραδιοφωνικοί σταθμοί και έντυπα μέσα, λειτουργούν ως παραμάγαζα επιχειρηματιών με τουλάχιστον ύποπτες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Η εναγώνια προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει τα λεγόμενα μέσα ενημέρωσης,
σε μια χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση χώρα, σε έναν τόπο όπου ο λαός βιώνει την απόλυτη φτωχοποίηση και τη μοιραία πολιτιστική και κοινωνική παρακμή, δεν θα έπρεπε να μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση.
Είναι πάγια τακτική των καθεστωτικών, ολοκληρωτικών συστημάτων της αριστεράς
μιας άλλης εποχής ‒όσο κι αν ευαγγελίζεται τον πλουραλισμό και την πολυφωνία‒
ο μεθοδικός έλεγχος, αφενός των μέσων παραγωγής και αφετέρου των μέσων πληροφόρησης.
Από τη μια λοιπόν έχουμε τον συνηθισμένο κρατισμό, την προστασία ενός γραφειοκρατικού και πολυδαίδαλου δημόσιου τομέα, την εκδίωξη κάθε επιχειρηματικής και επενδυτικής προσπάθειας, την υπερφορολόγηση και τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη τη συνεχή και πολυεπίπεδη
προπαγάνδα, το μηχανισμό και τα μέσα της οποίας, γνωρίζουν να χειρίζονται άριστα οι θιασώτες της αριστεράς.
Η εικόνα ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση και του κόμματος των ΑΝΕΛ, γεγονός που δημιουργεί ένα ιδιότυπο μίγμα, αριστερής εθνικολαϊκής πολιτικής που θυμίζει άλλες σκοτεινές περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας.
Έτσι σύντομα θα φτάσουμε στη θέση του Γαλιλαίου, ο οποίος γνωρίζοντας την αλήθεια αλλά και τον κίνδυνο που διέτρεχε να βρεθεί στην πυρά, ψιθύρισε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, το περίφημο «κι όμως γυρίζει», θέλοντας να έχει τον τελευταίο λόγο σε μια παράλογη, αντιεπιστημονική και εν τέλει άνιση, διαμάχη με ένα τυφλό και δογματικό καθεστώς.
Μόνο που στην περίπτωσή μας, ίσως δεν αρκεί ο ψίθυρος του ενός για να εναντιωθούμε στο καθεστώς, αλλά η κραυγή όλων μας.