Μετά τις εκλογές προσπαθούμε να διαβάσουμε τα πολλαπλά μηνύματα του εκλογικού αποτελέσματος. Η πρωτοφανής διαφορά του πρώτου κόμματος από όλα τα υπόλοιπα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αύξησε το ποσοστό του μετά την τετραετή κυβερνητική θητεία του, οδηγεί σε ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα. Στα μάτια αρκετών ψηφοφόρων τα προηγούμενα 4 χρόνια η κυβέρνηση δεν τα πήγε τόσο άσχημα ή τουλάχιστον οι περισσότεροι δεν πείστηκαν ότι κάποιος άλλος θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα. Το υπερδιπλάσιο ποσοστό του πρώτου κόμματος από τα υπόλοιπα πρακτικά εξαφάνισε τον δεύτερο πόλο.
Η άνετη αυτή επικράτηση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η συνέχεια θα είναι εξίσου εύκολη για το κυβερνόν κόμμα. Το 40,5% της εκλογικής του δύναμης, λόγω της μεγάλης αποχής αντιστοιχεί στην πραγματικότητα σε 21,5% του εκλογικού σώματος και αυτό δείχνει ότι η επικρότηση του κυβερνητικού έργου ίσως δεν είναι τόσο μεγάλη όσο νομίζουν κάποιοι. Επιπρόσθετα είναι πολύ πιθανό, ένα μεγάλο κομμάτι του ποσοστού αυτού να αντιστοιχεί σε ψηφοφόρους που αποφάσισαν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία. Κι ενώ η δεύτερη ευκαιρία είναι σύνηθες να δίνεται, όπως έχει δείξει η ιστορία των εκλογών μια τρίτη συνεχόμενη θητεία είναι εξαιρετικά απίθανο να προκύψει.
Η ΝΔ κατάφερε να κερδίσει μεγάλη μερίδα κεντρώων ψηφοφόρων κι έτσι να κρατήσει χαμηλά τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Μετασχηματιζόμενη σε κάτι πιο κεντρώο άφησε ζωτικό χώρο για να μπουν στη Βουλή τρία κόμματα στα δεξιά της, γεγονός πρωτοφανές κι αυτό. Η αυξημένη αποχή επίσης αποτελεί στοιχείο προς διερεύνηση. Οι 7 στους 10 καταθέτες έχουν στην τράπεζα λιγότερα από 1000 ευρώ και το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με τα διάφορα pass που μοιράστηκαν προεκλογικά.
Η άνετη επικράτηση του πρώτου κόμματος συνδυάστηκε με την μείωση της διαφοράς των δυο επόμενων. Έτσι, αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι εξελίξεις που θα δρομολογηθούν στον χώρο αριστερότερα του κέντρου. Η μικρή διαφορά της τάξεως του 6% που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αφήνει όλα τα ενδεχόμενα για τη συνέχεια ανοικτά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένα από τα δυο κόμματα τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει τον βασικό εκφραστή της κεντροαριστεράς. Κάπου εδώ τελειώνουν οι βεβαιότητες κι αρχίζουν τα ατελείωτα ερωτήματα.
Ποιο πρόσωπο θα ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ; Προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο νέος ΣΥΡΙΖΑ με τη νέα ηγεσία; Θα κινηθεί προς το κέντρο με στόχο να γίνει ξανά ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ ή θα κινηθεί αριστερότερα με κίνδυνο να επιστρέψει στα μονοψήφια ποσοστά του παρελθόντος; Πολλά τα ερωτήματα που τέθηκαν ήδη κι ακόμα δεν βάλαμε στην εξίσωση το ΠΑΣΟΚ το οποίο ανακάμπτει αλλά όχι όσο θα ήθελε. Θα καταφέρει έως τις Ευρωεκλογές να πάρει τη δεύτερη θέση και να βάλει τις βάσεις για να γίνει ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ όπως παλιά; Η ανανέωση των προσώπων στο ΠΑΣΟΚ θα φέρει ανανέωση ιδεών και προτάσεων που θα κερδίσουν τον κόσμο της κεντροαριστεράς;
Σε λίγους μήνες θα έχουμε εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση και σε λιγότερο από χρόνο θα έχουμε ευρωεκλογές. Πολλά θα εξαρτηθούν από το συνέδριο και τις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Όλες αυτές οι δημοκρατικές διαδικασίες καθώς και ο αντιπολιτευτικός λόγος εντός και εκτός Βουλής θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για να εμφανιστεί ο δεύτερος πόλος, το κόμμα που θα διεκδικήσει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές την αλλαγή σκυτάλης. Η επόμενη μέρα είναι αρκετά απρόβλεπτη και θα έχει ενδιαφέρον.
* Ο Νίκος Καστόρας είναι εκπαιδευτικός