Μια ελληνική σημαία πεταμένη στο χωριό «Ψαράδες» στις Πρέσπες | Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Αναγνώστες

Αναμνήσεις από τη χώρα των ηττημένων (Μέρος 4ο)

Τώρα μια αδιόρατη ομίχλη μελαγχολική και αδυσώπητη, σαν αυτή που συχνά καλύπτει την ατάραχη επιφάνεια του νερού των μαγικών Πρεσπών, σέρνεται στους πυρωμένους δρόμους από τη ζέστη του μεσημεριού
Tο δικό σας Protagon

«Το πιο καλό απόκτημα είναι η ορθή κρίση»

 Αντιγόνη/Σοφοκλή

Ιούνιος. Στα θερινά σινεμά των Εξαρχείων ανάβουν τα πρώτα φώτα πάνω  από  σιδερένια τραπεζάκια, περβάζια με βασιλικούς και γιασεμιά του Κηλαηδόνη. Οι πρώτες καλοκαιρινές μουσικές από τις  βραδινές συναυλίες, θέατρα και φεστιβάλ, μαζί με τις ιαχές θριάμβου ή αποδοκιμασίας υποστηρικτών κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας φαβορί του Μουντιάλ. Τα πρώτα Σαββατοκύριακα των «αποδράσεων», η πρώτη πανσέληνος, οι πλατείες που κανείς δεν ανάβει πια φωτιές του Αϊ-Γιαννιού για το τρυφερό κι αρχαίο έθιμο του Κλήδονα.

Τώρα μια αδιόρατη ομίχλη μελαγχολική και αδυσώπητη, σαν αυτή που συχνά καλύπτει την ατάραχη επιφάνεια του νερού των μαγικών Πρεσπών, σέρνεται στους πυρωμένους δρόμους από τη ζέστη του μεσημεριού.  Μια συμφωνία κι ένα όνομα-erga omnes, όπως μου είπε με στόμφο ένας οδηγός ταξί- για μια χώρα κατασκεύασμα της ψυχροπολεμικής εποχής, που δεν τέλειωσε ποτέ, παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες.

Εκεί στο χωριό «Ψαράδες», όπου στα χρόνια του εμφυλίου συνέβη κάτι αντίστοιχα ιστορικό, έπεσε (ίσως), η αυλαία μιας ακόμη εθνικής τραγωδίας που ξεκίνησε από τότε και συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Στην εκκλησία αυτού του ήσυχου χωριού στις 25 και 26 Μαρτίου του 1949 συνήλθε το 2ο συνέδριο του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου όπου μίλησε ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και κατέληξε με την διακήρυξη της αυτοδιάθεσης του «μακεδονικού» λαού.

Τώρα στις πλατείες συλλαλητήρια όψιμης διαμαρτυρίας, δημοσκοπήσεις, συνθήματα και  αλληλοκατηγορίες. Κι όμως ούτε η πρόχειρα στημένη φιέστα για το αμφιλεγόμενο τέλος των μνημονίων, με τον φέρελπι και άδοξα αποκαθηλωμένο, ηγέτη μιας άλλης αστικής (φευ) «Αριστεράς», που φόρεσε έστω και για λίγο μια πορφυρή σαν μακρόστενη κηλίδα αίματος γραβάτα, κατάφερε να διαλύσει την αίσθηση παράδοσης, στη μοίρα του ιστορικού αδιεξόδου και της εθνικής παρακμής.

Ούτε βέβαια ο έτερος Καππαδόκης και τελικά ο πιο ένθερμος υποστηρικτής, του πάλαι ποτέ τρισκατάρατου εθνομηδενισμού, του ριζοσπαστισμού μιας στρεβλής αναρχίας όπως συνήθιζε να καταγγέλλει, που αντιμετωπίζει την βία των μελών του Ρουβίκωνα ως «πολιτική παρέμβαση», παραιτήθηκε. Οπως άλλωστε θα συμβεί και για το θέμα χωρισμού της «σχέσης» κράτους – εκκλησίας, που δεν φαίνεται να καταλήγει, όπως επί δεκαετίες συμβαίνει, πουθενά. Κι όπως θα έκαναν και οι πρώην συνάδελφοί του, και που τώρα ορκίζονται πως δεν τον γνώριζαν «πριν αλέκτωρ λαλήσει».

Ωσπου «με την πρώτη σταγόνα της βροχής, σκοτώθηκε το καλοκαίρι. Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές» κι ο Ελύτης προφήτευσε  με δυο φαινομενικά λυρικούς στίχους, τα δεινά ενός λαού που ακόμα βουλιάζει παρασυρμένος στα λασπόνερα της Μάνδρας και που πάντα πνίγεται αβοήθητος σ’ ένα χείμαρρο ψεμάτων, αποστατών κι εθνοσωτήρων, προσδοκιών, υποσχέσεων και αναμνήσεων  από τη χώρα των οριστικά ηττημένων.