Αναγνώστες

Η αναγκαιότητα ποιοτικής ανάλυσης του δημοσίου χρέους

Eίναι εντελώς διαφορετικό, ποιοτικά, να αναφερόμαστε σε αύξηση του δημόσιου χρέους για την εφαρμογή πολιτικών επένδυσης στο κοινωνικό κεφάλαιο και οικοδόμησης κοινωνικής συνοχής από το να μιλάμε για αύξηση του δημόσιου χρέους ως προσπάθεια πρόσληψης νέων δημόσιων υπαλλήλων
Tο δικό σας Protagon

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αρκετές φορές πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες διενέργειας αναλύσεων και επεξηγήσεων αναφορικά με τις αιτίες της αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Αρκετές φορές αυτές οι αναλύσεις, εμφορούμενες από στενά μικροπολιτικά συμφέροντα και κατευθύνσεις, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το δημόσιο χρέος ως μια διαδικασία ευθείας και σταθερής ποσοστιαίας αριθμητικής αύξησης από την δεκαετία του 1980 μέχρι και τις ημέρες της πρόσφατης κρίσης. Ακόμα κι αν δεχθούμε την αύξηση του δημόσιου χρέους κατά τη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολύ σπάνια αυτές οι αναλύσεις συνοδεύονταν από ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών που χαρακτήριζαν κάθε κυβερνητική περίοδο. Με άλλα λόγια, το δημόσιο χρέος οφείλει να αντιμετωπίζεται ως ένα διάνυσμα που χρειάζεται εκτός από το αριθμητικό μέγεθος (ποσοτική αύξηση) και μία κατεύθυνση (ποιοτική εξέλιξη των δαπανών).

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, είναι εντελώς διαφορετικό, ποιοτικά, να αναφερόμαστε σε αύξηση του δημόσιου χρέους για την εφαρμογή πολιτικών επένδυσης στο κοινωνικό κεφάλαιο και οικοδόμησης κοινωνικής συνοχής από το να μιλάμε για αύξηση του δημόσιου χρέους ως προσπάθεια πρόσληψης νέων δημόσιων υπαλλήλων που επουδενί δεν συνδέονταν με πιθανές ανάγκες στη δημόσια διοίκηση. Συνεπώς, παρά τις όποιες αστοχίες και δυσλειτουργίες υπήρξαν, οι δημόσιες δαπάνες για την οικοδόμηση του ΕΣΥ και την δημιουργία θεσμών κοινωνικής προστασίας δεν μπορούν να ταυτίζονται με την πρόσληψη 300 χιλιάδων υπαλλήλων για μικροπολιτικούς-εκλογικούς λόγους. Σε αυτό το άρθρο δεν υποστηρίζεται πως η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών ήταν η βέλτιστη στην Ελλάδα, ούτε ότι δεν υπήρξαν σπατάλες και σκοτεινά σημεία κατά τη διάρκεια όλων των κυβερνητικών περιόδων.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 πραγματοποιήθηκε μια τεράστια προσπάθεια οικοδόμησης, έστω και καθυστερημένα και βεβαίως με αστοχίες και δυσλειτουργίες, ενός ολοκληρωμένου κράτους πρόνοιας, το οποίο για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει χρειαζόταν ένα σημαντικό μέγεθος δημόσιας δαπάνης. Για τη ίδρυση του ξοδεύτηκαν χρήματα που δημιούργησαν δομές και υποδομές. Νέοι θεσμοί και υπηρεσίες ήταν διαθέσιμες προς τον πολίτη αναβαθμίζοντας ποιοτικά και καθολικοποιώντας τις υπηρεσίες γι αυτόν. Η δαπάνη τέτοιου είδους αφενός αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων και αφετέρου όταν συνδυάζεται με μια γενικότερη επένδυση στο κοινωνικό κεφάλαιο, πλέγμα πολιτικών εκπαίδευσης, απασχόλησης, υγείας, πρόνοιας, τότε συνιστά σταθεροποιητικό παράγοντα με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους.

Από την άλλη πλευρά η πρόσληψη ενός μεγάλου μέρους δημοσίων υπαλλήλων δεν αποτελεί απαραίτητα μορφή αποτελεσματικής πολιτικής αν δεν συνδυάζεται με την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών και μοιραία θα αποτελέσει μη συμφέρουσα οικονομική στρατηγική που πιθανώς να αποτελέσει μια από τις αιτίες οικονομικού εκτροχιασμού. Μια τέτοια επιλογή ήταν η στρατηγική «επανίδρυσης του κράτους» της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, η οποία άλλους λόγους και όχι στη βάση διάγνωσης συγκεκριμένων αναγκών προχώρησε στην πρόσληψη χιλιάδων δημόσιων υπαλλήλων που επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό και φυσικά το δημόσιο έλλειμμα. Η πολιτική αυτή ναι μεν δημιούργησε ατομικά αναπτυξιακά αποτελέσματα αλλά ήταν αντίθετη και επιζήμια για τα δημόσια οικονομικά τα οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό.

Σαφέστατα υπάρχουν διάφορες πολιτικές στην πορεία όλων αυτών των χρόνων από όλες τις κυβερνήσεις που είχαν αρνητική επίδραση στο χρέος και στο έλλειμμα. Προκύπτει εύλογα  λοιπόν η ανάγκη για μια ολιστική και σε βάθος ποιοτική προσέγγιση για την εξέλιξη του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα για να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα που διχάζουν την Ελληνική κοινωνία. Αυτά τα ερωτήματα αποπροσανατολίζουν το λαό και δημιουργούν έντονα αισθήματα λαϊκισμού. Τέλος, αφήνουν ανοιχτές κερκόπορτες για πρωθύστερους λυτρωτές από τα μνημόνια, τους ίδιους που πάλεψαν με σθένος για να δημιουργήσουν τις καλύτερες συνθήκες για τον ερχομό τους.


* Ο Στυλιανός Τζαγκαράκης είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης και ο Ηλίας Παππάς Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης