«Όποιος δε βρίσκει την ανταμοιβή μέσα του είναι σκλάβος…..».
Ο αθλητισμός στην εποχή μας και στη χώρα μας δε συνιστά απλά ένα θέαμα προσφερόμενο για μαζική ψυχαγωγία αλλά, ως κοινωνικό φαινόμενο προσφέρεται και για κοινωνικό προβληματισμό. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και επικοινωνιολόγοι έχουν ενσκήψει πάνω στο θέμα του αθλητισμού – και ιδιαίτερα των ομαδικών αθλημάτων – και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τόσο την απήχησή του όσο και τη συμπεριφορά των φιλάθλων – οπαδών.
Οι ρητορείες για το «πνεύμα» του αθλητισμού κυριαρχούν και το αρχαίο «νους υγιής εν σώματι υγιεί» προβάλλεται με έμφαση, αποσιωπώντας πως σήμερα απουσιάζει τόσο η ψυχική όσο και η πνευματική υγεία. Ο επαγγελματισμός, ο χρηματισμός, η διεκδίκηση της νίκης με κάθε μέσο και ο αρρωστημένος πρωταθλητισμός έχουν οδηγήσει τον αθλητισμό στον εκφυλισμό του. Ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των μελετητών εστιάζεται στο ποδόσφαιρο που μετατράπηκε σε ποδοσφαιρομανία που με όρους ψυχιατρικής αποτελεί φαινόμενο ψυχοπαθολογικό, φαινόμενο του «χύδην» όχλου, με το οποίο ικανοποιεί τα πρωτόγονα πολεμόχαρα ένστικτά του. Πολλοί δε είναι εκείνοι που κρίνοντας αυστηρά τα φαινόμενα χουλιγκανισμού μιλούν ανοιχτά για φαινόμενα κοινωνικής αθλιότητας που καμία σχέση δεν έχουν με τον αθλητισμό.
Όσο κι αν η παραπάνω αξιολόγηση είναι λεκτικά σκληρή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού οι εικόνες από τα γήπεδα την επιβεβαιώνουν. Η αθλητική βία τείνει να μετασχηματιστεί σε «κοινωνική αξία» από κάποιους που ερμηνεύουν αυτή ως μια αντίδραση απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Τα πολιτικά, δηλαδή και κοινωνικά αδιέξοδα επωάζουν την αθλητική βία που είναι το επιφαινόμενο και το εποικοδόμημα της κοινωνικής δυσαρέσκειας και πολιτικής απογοήτευσης.
Σε αυτές τις συνθήκες ο παρορμητισμός των θεατών – οπαδών κυριαρχεί κι αναπτύσσονται συμπεριφορές ψυχολογίας της μάζας. Σχετικά ο Λε Μπον στο βιβλίο του «Η ψυχολογία του Όχλου» γράφει: «Τα βασικά χαρακτηριστικά του μέλους της μάζας είναι τα ακόλουθα: εξαφάνιση της συνειδητής και κυριαρχία της ασυνείδητης προσωπικότητας, προσανατολισμός σκέψεων και συναισθημάτων προς την ίδια κατεύθυνση, μέσω της υποβολής και της μετάδοσης, και τάση για άμεση υλοποίηση των ιδεών που του έχουν υποβληθεί. Το άτομο δεν είναι πια ο εαυτός του, αλλά ένα άβουλο αυτόματο».
Η θέση αυτή του Λε Μπον αιτιολογεί με καθαρότητα τη μαζική συμπεριφορά των θεατών – οπαδών ενός αγώνα ποδοσφαίρου ή άλλου παιδικού αθλήματος. Η κερκίδα συμβάλλει στην ενοποίηση του ανομοιόμορφου πλήθους των θεατών. Η θέαση ενός αγώνα ενεργοποιεί όλες τις «απαγορευμένες» από την ηθική και τους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφορές με αποτέλεσμα άτομα διαφορετικής ιδεολογίας, στόχων και πνευματικής στάθμης να εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο. Ο αγώνας ως θέαμα ισοπεδώνει τις πνευματικές ιδιαιτερότητες και προκαλεί ομοιόμορφα συναισθήματα. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός πως το θέαμα – ως πράξη – λειτουργεί ως διαβρωτικό στη λογική – σκέψη και ως διεγερτικό στο συναίσθημα.
Ιδιαίτερα στους θεατές – μάζα κυριαρχεί το πάθος, το μίσος προς τον αντίπαλο, η συναισθηματική έκρηξη, το υβρεολόγιο, ο ενθουσιασμός και η απουσία λογικής και ευπρέπειας. Στο γήπεδο οι γλωσσικές απρέπειες αποηθικοποιούνται και η αβίαστη έκφραση κάθε συναισθήματος απενοχοποιείται από κάθε στοιχείο κοινωνικού στιγματισμού. Στο γήπεδο το «μέτρο» στην έκφραση των συναισθημάτων δεν αξιολογείται θετικά γι’ αυτό το σχήμα Ύβρις – Τίσις ακυρώνεται στον πυρήνα του. Στην κερκίδα η κάθαρση πραγματώνεται μέσα από την υπερβολή, αφού μόνο αυτή απελευθερώνει τον οπαδό από τις «βασανιστικές» αναστολές. Ο οπαδός φανατίζεται, εκτρέπεται και χρησιμοποιεί το αθλητικό γεγονός ως μέσο για την προσωπική του εκτόνωση και επιβεβαίωση. Η άμιλλα δεν αναγνωρίζεται ως αξία και μετατρέπεται σε αντιπαλότητα και εχθρότητα. Γι’ αυτό και ο Χουλιγκανισμός ως συμπεριφορά κατέστη συνώνυμος με το γήπεδο.
Για τον Homo Hooliganus η τυφλή προσήλωση σε μια ομάδα εκλαμβάνεται ως απόλυτη αξία. Το υποκείμενο του χουλιγκανισμού βιώνει την τυφλή πειθαρχία στην ομάδα ως μια ιερή υπόθεση, ως μια αναγκαιότητα και καθήκον. Άτομα, δηλαδή, ψυχολογικά ανασφαλή και πνευματικά ανεπαρκή είναι επιρρεπή στη λατρεία ιδεών, προσώπων ή ομάδων γιατί μέσα από αυτή αναζητούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς προς πλήρωση του εσωτερικού τους κενού. Έτσι κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά υποστήριξης προς την ομάδα επενεργεί θεραπευτικά και απενεχοποιεί το δράστη από κάθε έκνομη – υπερβολική πράξη. Ο χούλιγκαν με άλλα λόγια επιβεβαιώνεται εσωτερικά και βιώνει το αίσθημα της κοινωνικής αποδοχής στο βαθμό που η υποστήριξη προς την ομάδα λαμβάνει ακραίες μορφές.
Όταν, όμως, η οργή ξεχειλίζει και η σκέψη υπολειτουργεί τότε η συμπεριφορά προς τους «άλλους», τους «άπιστους» τους οπαδούς της άλλης ομάδας αποκτά μια βιαιότητα. Η ανεκτικότητα απουσιάζει, η καθαρή κρίση αντικαθίσταται από την άλογη – τυφλή πίστη κι έτσι η επιθετικότητα εξωτερικεύεται χωρίς αναστολές. Έτσι όλα αυτά αισθητοποιούν τη θέση πως η αναγωγή της ομάδας σε υπέρτατη – απόλυτη αξία τρέφει και συντηρεί το φαινόμενο του χουλιγκανισμού που αποτελεί τη «χαίνουσα πληγή» του σύγχρονου αθλητισμού.
Το χουλιγκανισμό, επίσης, τρέφει και το κυρίαρχο πνεύμα του πρωταθλητισμού που ακυρώνει την ευγενή άμιλλα και την αξία της συμμετοχής και της προσπάθειας. Κι αυτό γιατί ο πρωταθλητισμός ως νοοτροπία συνιστά μια νεύρωση, μια τύφλωση, μια έκφραση του πιο αρρωστημένου εγωκεντρισμού και μια κακή εκδοχή του φιλοπρωτισμού. Όταν η νίκη γίνεται αυτοσκοπός τότε επωάζεται κι ένας ιδιότυπος αθλητικός αμοραλισμός που μπορεί να εκδηλωθεί είτε με το χρηματισμό των βασικών συντελεστών ενός αγώνα είτε με τη χρήση αναβολικών ουσιών.
Έτσι χάνεται το φίλαθλο πνεύμα που πήγαζε – αρχαία Ελλάδα – από μια αντίληψη περί αθλητισμού με έντονο το στοιχείο της θρησκευτικότητας. Γιατί η άθληση ως επιτέλεση άθλων, ως πράξη λατρευτική σηματοδοτούσε την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τα όριά του και να ομοιάσει με το Θεό σε αρμονία και ζωτικότητα. Γι΄ αυτό ο αρχαίος φίλαθλος χειροκροτούσε και σεβόταν την προσπάθεια του κάθε αθλητή και στο τέλος γιόρταζε τη νίκη του Ανθρώπου στο πρόσωπο του αθλητή – νικητή.
Όλα αυτά μας γεμίζουν με θλίψη, όταν τα συγκρίνουμε με όσα συμβαίνουν σήμερα στο χώρο του αθλητισμού και με όσα καταγράφει ως σκέψεις και διαπιστώσεις ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Κι ακόμα τούτο το σημαντικότατο, που αποτελεί το πιο κρυφό, το πιο πανανθρώπινο τέρμα του παιχνιδιού: να ξέρεις πως κι η αντίθετη ομάδα στο βάθος δεν είναι αντίμαχη, συνεργάζεται μαζί σου, γιατί χωρίς αυτή δε θα υπήρχε παιγνίδι.
Ό,τι αγνότατα ηθικό μπορεί να μας μάθει το παιχνίδι είναι τούτο: Ο ανώτατος σκοπός του παιχνιδιού δεν είναι η νίκη παρά πως, από ποιους δρόμους, με ποιαν προπόνηση, με τι πειθαρχία, ακολουθώντας αυστηρά τους νόμους του παιχνιδιού, να μάχεσαι για τη νίκη….
Δεν πρέπει να ντρέπεσαι πως νικήθηκες πρέπει να ντρέπεσαι μονάχα όταν έπαιζες κακά και γι’ αυτό νικήθηκες ή – κι αυτό το χειρότερο – πρέπει να ντρέπεσαι όταν νίκησες παίζοντας κακά ή άτιμα».
* O Ηλίας Γιαννακόπουλος είναι φιλόλογος