. | Flickr
Αναγνώστες

Νέες εκπαιδευτικές ανισότητες

H «έκθεση παρακολούθησης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για τις εξελίξεις στα εκπαιδευτικά συστήματα μέχρι το 2015, αποτυπώνει τη μεγάλη εικόνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σύμφωνα με την έκθεση, η εκπαιδευτική  κατάσταση παρουσιάζει σημαντική βελτίωση, πάνω από τους ευρωπαϊκούς στόχους, στους κρίσιμους τομείς της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης, της πρόσβασης στην τριτοβάθμια και τη λυκειακή εκπαίδευση. […]
Tο δικό σας Protagon

H «έκθεση παρακολούθησης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για τις εξελίξεις στα εκπαιδευτικά συστήματα μέχρι το 2015, αποτυπώνει τη μεγάλη εικόνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σύμφωνα με την έκθεση, η εκπαιδευτική  κατάσταση παρουσιάζει σημαντική βελτίωση, πάνω από τους ευρωπαϊκούς στόχους, στους κρίσιμους τομείς της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης, της πρόσβασης στην τριτοβάθμια και τη λυκειακή εκπαίδευση. Παρά την αύξηση της πρόσβασης στην προσχολική αγωγή (ηλικία από 4 ετών), χρειάζεται  περαιτέρω βελτίωσή  της,  λόγω και του αυξημένου ρόλου της στην εκπαιδευτική εξέλιξη. Αναγκαία επίσης η συνεχής βελτίωση πρόσβασης  του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Γενικότερα η σημαντική βελτίωση που καταγράφεται, είναι αποτέλεσμα δράσεων που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια για τη διεύρυνση της πρόσβασης και την καταπολέμηση των ανισοτήτων (π.χ. ανοικτή πρόσβαση μέχρι τα 18 χρόνια, ολοήμερα σχολεία, ενισχυτική διδασκαλία, σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, ειδική αγωγή, εκπαίδευση μουσουλμανόπαιδων κ.α.). Οι δράσεις αυτές, συνέβαλαν σε σημαντική εκπαιδευτική κινητικότητα και σε μεγάλη άνοδο λαϊκών στρωμάτων προς τη μεσαία τάξη, τις τελευταίες δεκαετίες.

Αντίθετα όμως στον τομέα των επιδόσεων, η έκθεση καταγράφει για 6η κατά σειρά διεθνή αξιολόγηση από το 2000, αποτελέσματα κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το σημαντικό στις εκθέσεις της ΕΕ όπως και άλλων οργανισμών (ΟΗΕ-ΟΥΝΕΣΚΟ),  είναι ότι η ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες δεν προσμετράται πλέον μόνο ως πρόσβαση, αλλά κυρίως ως απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων-δεξιοτήτων της εποχής μας, τη λεγόμενη «νέα μάθηση» (συλλογιστικές ικανότητες, κριτική-δημιουργική σκέψη, παιδεία του πολίτη, επικοινωνία με πολλαπλά μέσα κ.α.).

Λόγω της υστέρησης των επιδόσεων στην Ελλάδα με εμφανή την κοινωνικο-οικονομική επίδραση, είναι σα να διώχνουμε την ανισότητα από την πόρτα της πρόσβασης και αυτή να επανέρχεται από το παράθυρο της ανισότητας ως προς τα αποκτούμενα μορφωτικά εφόδια.

Με τον τρόπο αυτό η ταξική ανισότητα στην εκπαίδευση συνεχίζει να είναι εργαλείο ανάλυσης, όχι μόνο για τις παραδοσιακές μορφές των αποκλεισμένων, αλλά και για τις νέες μορφές «φτωχοποίησης» τμημάτων της μεσαίας τάξης με όλες τις επιπτώσεις στα μορφωτικά αποτελέσματα.

Δεν μπορούν τα σχολεία να αναμετρηθούν μόνα τους με τις κοινωνικές δομές που αναπαράγουν την ανισότητα (ανεργία, μείωση κοινωνικού κράτους κ.α.). Εν τούτοις παραμένει ζωντανή η προσδοκία της άμβλυνσης των μορφωτικών-κοινωνικών ανισοτήτων, ιδιαίτερα μέσω της παιδαγωγικής-διδασκαλίας.

Σε εμβληματικό βιβλίο για τις ανισότητες (Τομά Πικετί), αναγνωρίζεται ως κύριος μηχανισμός για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων η «επένδυση στην εκπαίδευση» και η «διάχυση των δεξιοτήτων σε όλους».

Η διαπίστωση αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται από τις διεθνείς αξιολογήσεις. Σύμφωνα με αυτές, κράτη με τις μικρότερες κοινωνικές ανισότητες (και μεγαλύτερη ανάπτυξη), είναι εκείνα με μεγάλη πρόσβαση στην εκπαίδευση και υψηλές γενικές επιδόσεις.

Τα παραπάνω προσδιορίζουν το πρόβλημα της ισότητας στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Αν στις προηγούμενες περιόδους το πρόβλημα της ισότητας  επικεντρώθηκε κυρίως στη μαζική ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα, το νέο πρόβλημα είναι κυρίως η ισότητα πρόσβασης ως προς τις απαιτούμενες νέες μαθησιακές ικανότητες. Ζητούμενο είναι η βαθύτερη αλλαγή στις διαδικασίες  διδασκαλίας-μάθησης, από την παιδαγωγική των έτοιμων απαντήσεων στη βαθύτερη κατανόηση-εφαρμογή της γνώσης σε προβλήματα πραγματικής ζωής και πολλαπλών περιβαλλόντων.

Αλλά η μεταμόρφωση αυτή μπορεί να συντελεστεί αν σταματήσουμε να «μεταρρυθμίζουμε» την επιφάνεια και αναγνωρίσουμε την ανάγκη να ξανασχεδιάσουμε τις αλλαγές με κέντρο τη μάθηση για όλους.

Τα σχολεία φαίνεται να ασφυκτιούν κάτω από το φορτίο της συσσώρευσης ύλης-μαθημάτων, που δεν ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της προσωπικής-κοινωνικής ζωής.

Οι πολιτικές της ισότητας ευκαιριών δεν μπορούν να αναπτυχθούν, αν δεν αποτελέσουν τμήμα της αναβάθμισης της ποιότητας και της «νέας μάθησης για όλους».

Βασικό συστατικό της αναβάθμισης με ισότητα ευκαιριών είναι η αρχή «ίσοι και διαφορετικοί», δηλαδή μια «διαφοροποιημένη διδασκαλία-παιδαγωγική» στο πλαίσιο του κεντρικού προγράμματος, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις ζωής του μαθητικού δυναμικού και να αναπτύσσεται η πολυμορφία κλίσεων-ενδιαφερόντων. Το «όλοι ίδιοι» οδηγεί σε μια καταθλιπτική ομοιομορφία-ισοπέδωση προς τα κάτω.

Συμπερασματικά, χρειάζεται μια νέα σχέση μεταξύ ισότητας ευκαιριών-

πολυμορφίας-βαθύτερης μάθησης. Σχέση που διασφαλίζει ότι κάθε μαθητής/τρια έχει ίσες ευκαιρίες σε εκπαίδευση που έχει νόημα-διδάσκει τις μαθησιακές ικανότητες/αξίες που η κοινωνία χρειάζεται, με τρόπους που προωθούν την αυτόνομη μάθηση, διδάσκει να εντοπίζουν προβλήματα και να αναπτύσσουν ιδέες, σχέσεις, συμπεριφορές και προϊόντα μάθησης, από εκπαιδευτικούς που έχουν εκπαιδευθεί να «διαβάζουν» τις κοινωνικές-γνωστικές ανάγκες του μαθητικού δυναμικού και υποστηρίζονται από κατάλληλα μέσα.

*O Χρήστος Δούκας είναι δρ. Πολιτικής της Εκπαίδευσης.