Τον τελευταίο χρόνο, μετά την ανάκαμψη της οικονομίας της Κύπρου, η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που ακολουθεί μνημονιακό πρόγραμμα. Οι τρεις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που είχαν επίσης υποστεί τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, μπήκαν λοιπόν αργότερα από την Ελλάδα και ήδη έχουν βγει από τη μέγγενη των μνημονίων. Μοιάζει να συνεχίζουμε και να ευνοούμε μια σχέση εξάρτησης, με ένα πρόγραμμα-μνημόνιο να μας κρατά στη θέση της κατώτατης κατηγορίας της Ευρωζώνης.
Έπειτα από τόσα χρόνια λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής, η Ελλάδα παραμένει στην ίδια δεινή θέση με την αγανάκτηση και την ανασφάλεια να γιγαντώνονται μέρα με τη μέρα.
Το ζήτημα όμως είναι εάν έχουμε μάθει από τα λάθη μας κι αν οι πολιτικοί του σήμερα είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάσταση. Προφανώς όμως η επιδείνωση των ευρωπαϊκών προβλημάτων, οι δικές μας διαπραγματευτικές αποτυχίες, η αδυναμία μας να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και τέλος οι χαμηλές επιδόσεις της ελληνικής βιομηχανίας και των εξαγωγών, μας κρατούν αγκιστρωμένους σε μία σκληρή πραγματικότητα.
Είναι βέβαιο ότι καμία κοινωνική ομάδα ‒ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ηλικίας και περιοχής‒ δεν έχει γλιτώσει από τα αναρίθμητα προβλήματα που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική και η ευρύτερη οικονομική κρίση.
Τα δημοσιονομικά νούμερα και οι πιέσεις των δανειστών όμως, οδηγούν συχνά στο ίδιο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, οι τελευταίες κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν την περιστολή των δημοσίων δαπανών, ούτε την πολυπόθητη ανάπτυξη. Ως εκ τούτου σε κάθε διαπραγμάτευση, καταλήγουν στη γρήγορη κι εύκολη λύση της υπερφορολόγησης και της περικοπής συντάξεων και επιδομάτων με τη θέσπιση περισσότερων απαιτήσεων στον ιδιωτικό τομέα, στους ιδιοκτήτες ακινήτων, στους συνταξιούχους και γενικά στην υπό εξαφάνιση μεσαία τάξη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης εξάντλησης των ελεύθερων επαγγελματιών, είναι η τραγική κατάσταση στον χώρο της οικοδομής. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα 150 επαγγέλματα γύρω από τον κατασκευαστικό κλάδο, στα χρόνια των μνημονίων, έχουν έρθει αντιμέτωπα με μείωση εισοδήματος 70-80% σωρευτικά.
Όσο κι αν κάποιος θέλει να αισιοδοξεί, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι αμείλικτη. Οι μεγάλες επιχειρήσεις μετακινούνται σε άλλες βαλκανικές χώρες, τα νέα μυαλά μεταναστεύουν αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρακολουθούν άναυδες τις υπέρογκες απαιτήσεις, δυσκολευόμενες να επιβιώσουν.
Ανεξαρτήτως ιδεολογιών και κομματικών γραμμών, είναι ξεκάθαρο ότι η είσοδος στον μηχανισμό στήριξης, χώρισε τον χρόνο στα δύο: στην προ-μνημονιακή περίοδο της επίπλαστης ευμάρειας και στη μνημονιακή περίοδο από το 2010 κι έπειτα. Το θλιβερό είναι ότι και τότε και τώρα, δεν υπάρχει ίχνος αξιοπιστίας των πολιτικών, ούτε διάθεση ουσιαστικής εθνικής συνεννόησης έστω σε καίριους τομείς.
Συγκεφαλαιωτικά αυτήν την εποχή της ευρωπαϊκής υπαρξιακής κρίσης και της ιεράρχησης προβλημάτων, όσο κι αν είναι επιβεβλημένη η παρέμβαση της ένωσης υπέρ της Ελλάδας και η αλλαγή στρατηγικής, αυτό που πρέπει να επιδιώξει η ελληνική πλευρά είναι η αναθεώρηση της κατάστασης και η διόρθωση των λαθών του παρελθόντος. Αν αναγνωρίσουμε τις στρεβλώσεις της μεταπολίτευσης και αποφασίσουμε να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις, ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βγούμε από το μνημονιακό τούνελ. Η συνέχιση της πολιτικής πόλωσης και των επικοινωνιακών παιχνιδιών που επικρατούν ακόμη και σήμερα ενισχύουν τον φαύλο κύκλο των τελευταίων ετών.
*Ο Αγγελος Μιχ. Μπαγιάτης είναι φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.