Φθάνοντας πια στο τέλος του επετειακού 2024, 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, το συνέδριο του «Βήματος» για την εξωτερική πολιτική λειτούργησε ως αφορμή για την έναρξη μιας αναγκαίας συζήτησης περί των πεπραγμένων, των στόχων, αλλά και των γενικότερων κατευθύνσεων της ελληνικής διπλωματίας. Ή αλλιώς, για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο, καθώς και τις σχέσεις της με το σύνολο των αλληλοεπιδρώντων στην εγγύς περιοχή, αλλά και ευρύτερα: την Τουρκία, τα Βαλκάνια, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Δεν θα ήταν ακραίο να ισχυριστεί κανείς ότι τα πρώτα βήματα της χώρας μετά την 24η Ιουλίου του 1974 σημαδεύτηκαν από τους χειρότερους δυνατούς οιωνούς: αίμα, ήττα, απειλή, οπισθοχώρηση και αμφισβήτηση προσανατολισμού. Η Ελλάδα έχασε κατά κράτος στην Κύπρο, κινδύνευσε στο ανοχύρωτο Αιγαίο, βγήκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, και εν μέσω μιας ζοφερής κατάστασης όφειλε να εκκαθαρίσει και κυρίως να ανασυγκροτήσει τις Ενοπλες Δυνάμεις της – αυτές που αποδείχτηκαν, κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο, ένα ανοργάνωτο κέλυφος, ανίκανο να υπερασπιστεί το έδαφος της χώρας.
Ολα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974, σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας από την Τουρκία, που ξεκίνησε λίγους μήνες πριν με αφορμή την εύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου στη Θάσο, καθόρισαν το ελληνικό σύστημα ασφαλείας έως σήμερα. Και ως φαίνεται θα συνεχίσουν να το καθορίζουν για πολλά χρόνια ακόμα. «Εγώ και η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ετεροκαθοριζόμαστε» είπε μεταξύ άλλων ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης στο πλάι δύο εκ των προκατόχων του, τον Νίκο Κοτζιά και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Οσο και αν θα ήταν μηδενισμός να διαγράψει κάποιος μεμιάς την πορεία της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες στο διεθνές στερέωμα, η πραγματικότητα είναι ότι η εξωτερική πολιτική της ετεροκαθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Τουρκία. Αλλωστε θα ήταν αδύνατο να συμβαίνει διαφορετικά. «Οταν “παγώνουν” οι σχέσεις με την Τουρκία, τότε μεγαλώνει η επιθετικότητά της» είπε ο Νίκος Κοτζιάς.
«Η Ελλάδα το 1974 ταπεινώθηκε διότι έχασε την Κύπρο» είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Λίγο αργότερα, ο Αντώνης Σαμαράς εμφανίστηκε σαφώς επιθετικότερος όλων: «Εχουμε απέναντί μας μια απειλητική Τουρκία. Μια Τουρκία με όλο και πιο αναθεωρητική συμπεριφορά. Μια Τουρκία νεο-οθωμανική… Οταν η Ελλάδα δεν αντιδρά στις τουρκικές προκλήσεις, αδυνατίζουν τα επιχειρήματα όσων στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως ταραχοποιό».
Λίγο-πολύ όλα τα παραπάνω ισχύουν, ανεξαρτήτως ποιος συμφωνεί περισσότερο με ποιον και γιατί. Κυρίως, όμως, λειτουργούν ως απόδειξη της θέσης ότι όσο και αν θα το επιθυμούσε, η Ελλάδα αδυνατεί να χαράξει εξωτερική πολιτική χωρίς να τοποθετήσει την Τουρκία στο επίκεντρο. Αλλωστε τόσο η ένταξη στο ΝΑΤΟ όσο και εν μέρει αυτή στην Ευρωπαϊκή Ενωση στόχευαν, μεταξύ άλλων, στην αναβίβαση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από διμερές, (και) σε διεθνές ζήτημα. Μέσα από τη συμμετοχή της στους διακρατικούς οργανισμούς η Ελλάδα πίστεψε ότι θα δαμάσει την τουρκική επιθετικότητα.
Εκτός αυτών των δομικών επιλογών, ουδείς μπορεί να παραβλέψει την ποσότητα του διπλωματικού κεφαλαίου που δαπανά διαχρονικά η χώρα για να αντιμετωπίζει την Τουρκία. Ούτε, φυσικά, να αγνοεί το οικονομικό κεφάλαιο που έχει δοθεί για την αναγκαία ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, παραμένει έως σήμερα το ίδιο: Εχουν πράγματι αποδώσει αυτές οι επενδύσεις, άυλες ή υλικές, τα οφειλόμενα;
Οσο δύσκολη είναι απάντηση, άλλο τόσο εύκολο είναι να συμπεράνει κανείς ότι εκτός από τον ετεροκαθορισμό της, η ελληνική εξωτερική πολιτική χρησιμοποιείται ευρέως για κατανάλωση στο εσωτερικό. Πολιτική, κοινωνική, κομματική – κατανάλωση σχεδόν κάθε είδους. «Τα προβλήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική ξεκινούν στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος» υπογράμμισε ο κ. Βενιζέλος. Ξεκινούν πράγματι εκεί, γρήγορα όμως αποκτούν πολλαπλές διαστάσεις: Ταυτοτικές και ιδεολογικές.
Τα εθνικά ζητήματα κτίζουν κομματική και κατ’ επέκταση εθνική συνοχή. Λειτουργούν ενωτικά σε περιπτώσεις που πράγματι αυτό είναι απαραίτητο –ποιος θυμάται την παραφιλολογία ότι το περίφημο «Βυθίσατε το “Χόρα”» του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν σε συνεννόηση με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή;– αλλά και διχαστικά, όπως έγινε κατεξοχήν στο Μακεδονικό ή συμβαίνει σήμερα με έναν πρώην να απαιτεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες από τον νυν πρωθυπουργό –προερχόμενοι αμφότεροι από την ίδια παράταξη– να στείλει τον υπουργό Εξωτερικών σπίτι του επειδή έχει επενδύσει στον διάλογο με την Τουρκία.
Στον ίδιο διάλογο, όμως, έχει επενδύσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ασχέτως αν και αυτός έβαλε στο συνέδριο του «Βήματος» τον πήχυ χαμηλά. Μπορεί, είπε, «να υπάρχουν απτά αποτελέσματα στην ελληνοτουρκική προσέγγιση», αλλά δεν βλέπει «προοπτική να προχωρά η συζήτηση».
Θα μπορούσε άραγε κανείς να απαιτήσει από τον Καραμανλή να πάει σπίτι του, όταν λίγους μήνες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε διάλογο με τον Ντεμιρέλ; Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί το ΠΑΣΟΚ σε τέτοιο βαθμό πλειοψηφικό το 1981, το 1985 και το 1993, αν ο Παπανδρέου δεν υιοθετούσε τη σκληρή «εθνική γραμμή», αναπτύσσοντας μάλιστα μέσα στο κόμμα ειδική εθνική πτέρυγα υπουργών και βουλευτών;
Ομως η περιγραφόμενη εσωτερική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής καθιστά επί της ουσίας δυσβάσταχτη έως και απίθανη την όποια περίπτωση λύσης των νομικών-διπλωματικών ζητημάτων με την Τουρκία, ακόμα και αν υποθετικά αυτά περιορίζονταν στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Υπάρχει ή θα υπάρξει ποτέ ελληνική κυβέρνηση που θα ήταν σε θέση να φέρει συμφωνία με μειωμένη επήρεια του Καστελλόριζου στην Ανατολική Μεσόγειο; Ή να αποδεχθεί κλιμακωτά χωρικά ύδατα στο Αιγαίο –άρα όχι παντού 12 ναυτικά μίλια– και αντιστοίχως μειωμένο εθνικό εναέριο χώρο;
Από τις τρέχουσες αντιδράσεις σε κόμματα, Τύπο, κοινωνικά δίκτυα κ.λπ., η απάντηση είναι, βεβαίως, αρνητική. Αρα καταλήγουμε στο δόγμα της περίφημης ακινησίας και της αέναης ανακύκλωσης της υπάρχουσας κατάστασης. «Υπογράφουμε Σύμφωνο Φιλίας όταν έχουμε απέναντί μας το τουρκολιβυκό μνημόνιο» ήταν κάποια από τα πύρινα λόγια του Αντώνη Σαμαρά.
Ευτυχώς για την ίδια, αλλά και για το κομματικό σύστημα, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν καλείται σήμερα να λάβει αποφάσεις κομβικές για το μέλλον της χώρας αντίστοιχες με αυτές του παρελθόντος, όπως ήταν η συμμετοχή της χώρας στους δυο μεγάλους πολέμους ή, ακόμα δυσκολότερα, η Μικρασιατική Εκστρατεία. Ομως η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με την Τουρκία οδηγεί και σε γενικότερα ελλείμματα εθνικής στρατηγικής.
Για παράδειγμα στα Βαλκάνια, όπου η Ελλάδα θα έπρεπε να λειτουργεί ως δύναμη καθοδηγητική για τους γείτονές της, ως πόλος δημιουργίας και σύνθεσης σε όλα τα επίπεδα –θεσμικά, πολιτικά, οικονομικά, επενδυτικά–, και όχι να τελεί σε μια διαρκή αντιπαράθεση με χαρακτηριστικά 19ου αιώνα, επαναπαυόμενη στα αξιώματα ότι είναι το παλαιότερο μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή.
Θα ήταν λάθος να αρνηθούμε τα επιτεύγματα της χώρας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, με κυριότερα τη συμπερίληψη στον στενό πυρήνα του πλέον κλειστού κλαμπ του κόσμου, την ελίτ της Ευρωζώνης, αλλά και τη σταθερή πορεία εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου. Ομως οι καιροί αλλάζουν και μόνο προβλέψιμοι δεν είναι.
Η Ελλάδα πρέπει να δηλώσει παρούσα στη γέννηση του νέου κόσμου, με ένα στιβαρό εθνικό αφήγημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματά της, όπως για παράδειγμα το Δημογραφικό, με τα μεγέθη να υποδεικνύουν ότι το 2050 ο πληθυσμός της θα έχει πέσει στα 8 εκατομμύρια – ο ενεργός λιγότερα από 4 εκατομμύρια. Αλλά και να αντιμετωπίσει, τουλάχιστον διπλωματικά, την Τουρκία, η οποία αναπτύσσεται διεκδικώντας θέση περιφερειακού ηγεμόνα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News