Εναν χρόνο πριν πεθάνει, το 336 μ.Χ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ετοιμαζόταν για πόλεμο με τους Πέρσες, οι οποίοι δεν ήθελαν να ανανεωθεί η 40χρονη συμφωνία ειρήνης με το Βυζάντιο. Είχαν περάσει τότε έξι χρόνια από τη μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη –από τη Ρώμη– και η νέα αυτοκρατορία ζούσε στιγμές μεγαλείου.
Τη χρονιά εκείνη εμφανίζεται σε ένα ρωμαϊκό ημερολόγιο η πρώτη επίσημη αναφορά στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γιορτής για τη γέννηση του Ιησού (παρ’ όλο που ο επίσκοπος Ρώμης Ιππόλυτος είχε κάνει μια δική του μεμονωμένη αναφορά το 235 μ.Χ.). Ο Πάπας Ιούλιος Α’, πάντως (που διοίκησε την περίοδο 337-352) ήταν εκείνος που καθιέρωσε επισήμως στη Ρώμη τον εορτασμό της «Χριστού Γεννήσεως» ξεχωριστά από τα Επιφάνεια, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε.
Γιατί, όμως, στις 25 Δεκεμβρίου και όχι κάποια άλλη ημέρα; Εδώ φαίνεται να παίζουν ρόλο οι προηγούμενες παγανιστικές γιορτές που ξεκινούσαν εκείνη την περίοδο. Για να είναι, προφανώς, ομαλή η μετάβαση στο χριστιανικό τελετουργικό, οι επικεφαλής της Εκκλησίας κράτησαν πάνω-κάτω τις ίδιες ημερομηνίες. Μια τέτοια δημοφιλής γιορτή ήταν η ρωμαϊκή των Καλενδών, η οποία ξεκινούσε στις 25 Δεκεμβρίου και κρατούσε έως τις 7 Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια δηλαδή του Χειμερινού Ηλιοστασίου.
Την περίοδο εκείνη, του «θανάτου» και της «αναγέννησης» του Ηλιου (ο οποίος ονομαζόταν «ανίκητος», sol invictus), ο ελληνορωμαϊκός κόσμος διοργάνωνε πανηγύρια, οινοποσίες, συμπόσια και θεατρικές παραστάσεις. Ο κεντρικός ρόλος του Ηλιου, μάλιστα, σχετιζόταν και με την πίστη του ίδιου του Κωνσταντίνου.
«Η γιορτή των Χριστουγέννων… ήταν άγνωστη στους χριστιανούς των πρώτων τριών αιώνων» γράφει ο Οσκαρ Κούλμαν στα «Θεολογικά Τετράδια». «Είναι γεγονός ότι στον παγανιστικό κόσμο η 25η Δεκεμβρίου εορταζόταν ως ιδιαίτερα σημαντική γιορτή προς τιμή του Ηλιου και ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος σκόπιμα προετίθετο να ενοποιήσει τη λατρεία του Ηλιου με τη χριστιανική λατρεία. […] Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν έπαψε να ευνοεί τη λατρεία του Ηλιου.
»Σε αναλογία με την Κυριακή (Sunday, δηλ. «Ημέρα του Ηλιου»), η οποία μετατράπηκε σε επίσημη γιορτή από τον Κωνσταντίνο, εξηγείται, κατά την άποψή μας, το γεγονός ότι ήδη κατά τη διάρκεια της ζωής του και αναμφίβολα με τη δική του επιρροή, ο εορτασμός της γέννησης του Χριστού άλλαξε και έγινε στις 25 Δεκεμβρίου, που αποτελούσε μεγαλειώδη γιορτή προς τιμήν του ήλιου».
Η απόφαση αυτή βοηθούσε πολύ, επειδή τα Χριστούγεννα συνέπιπταν με τις εξίσου δημοφιλείς παγανιστικές εορτές του Σατούρνου (θεός των Ρωμαίων, προστάτης της Γεωργίας, ταυτισμένος με τον Κρόνο), αλλά και του Μίθρα (του «μεσολαβητή», του θεού του Φωτός και της Σοφίας των Περσών) η λατρεία του οποίου, αν και ξεκίνησε από τη Μέση Ανατολή, είχε διαχυθεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Θεωρήθηκε, λοιπόν, ότι η καθιέρωση της ημερομηνίας θα προσέλκυε στον χριστιανισμό και τους πολυάριθμους οπαδούς του Μίθρα, ειδικά τους ρωμαίους λεγεωνάριους.
Αρκετές ιστορικές μαρτυρίες πληροφορούν ότι ακόμη και το 356 τα Χριστούγεννα εορτάζονταν στην Αρμενία και στη Συρία στις 6 Ιανουαρίου. Στην Ανατολή, λοιπόν, η 25η Δεκεμβρίου έγινε αποδεκτή λίγο αργότερα (τέλη 4ου – αρχές 5ου αιώνα). Το 386, για παράδειγμα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην ημερομηνία και συνέβαλε ο ίδιος με τουλάχιστον δύο ξεχωριστές ομιλίες ώστε να επιβληθεί ο εορτασμός στους πιστούς.
Φαίνεται, μάλιστα, από το πρώτο κήρυγμα ότι περίπου το 376 η ιδέα είχε ήδη πέσει στην ανατολική Εκκλησία: «Από καιρό κι εγώ επιθυμούσα να μάθω για την ημέρα αυτή (της Γεννήσεως του Χριστού). Και όχι να τη μάθω μόνο εγώ, αλλά μαζί με πολλούς ἀνθρώπους. Και ευχόμουν πάντοτε να είναι τόσο γεμάτος ο τόπος της συγκεντρώσεως, όπως τον βλέπουμε να είναι αυτή τη στιγμή. Η επιθυμία μου, λοιπόν, εκπληρώθηκε και πραγματοποιήθηκε. Και ενώ δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια από τότε που πληροφορηθήκαμε και έγινε γνωστή σε εμάς η ημέρα αυτή, όμως έγινε με τον δικό σας ζήλο τόσο σπουδαία, σαν να μας παραδόθηκε από τον Θεό πριν από πολλά χρόνια».
Στο επόμενο κήρυγμά του φαίνεται ότι η 25η Δεκεμβρίου συνδέεται πλέον με πλήρως εορταστική διάθεση, ακριβώς όπως οι παλαιότερες λατρείες της Ανατολής: «Μυστήριο παράξενο και παράδοξο βλέπω… βοσκοί μού γεμίζουν τ’ αυτιά, όχι παίζοντας με τη φλογέρα μελωδία χωρίς λόγια, αλλά ψάλλοντας ουράνιο ύμνο. Αγγελοι ψάλλουν, αρχάγγελοι μελωδούν, υμνούν τα χερουβείμ, δοξολογούν τα σεραφείμ, όλοι γιορτάζουν βλέποντας τον Θεό στη Γη και τον άνθρωπο στον ουρανό…
»Τώρα που όλοι σκιρτούν, θέλω και εγώ να σκιρτήσω, επιθυμώ να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω· και χορεύω, όχι παίζοντας κιθάρα, όχι κουνώντας θύρσο, όχι κρατώντας αυλούς, όχι ανάβοντας λαμπάδες, αλλά έχοντας μαζί μου αντί για μουσικά όργανα τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό και έρχομαι κρατώντας αυτά, για να μπορέσω να πω με τη δύναμή τους μαζί με τους αγγέλους, Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και με τους βοσκούς· και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News