Στο κύκνειο άσμα του στους New York Times, ο Πολ Κρούγκμαν, από τους πιο γνωστούς αρθρογράφους της αμερικανικής εφημερίδας και βραβευμένος με Νομπέλ Οικονομίας το 2008, γράφει ότι είναι «μια καλή ευκαιρία για να αναλογιστώ τι έχει αλλάξει αυτά τα τελευταία 25 χρόνια».
Ο Κρούγκμαν αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που αρθρογραφεί για τους NYT, όπου ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2000.
Αρχίζει γράφοντας ότι του κάνει εντύπωση πόσο αισιόδοξοι ήταν τότε οι άνθρωποι, στις ΗΠΑ και σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, και πόσο αυτή η αισιοδοξία σήμερα έχει αντικατασταθεί από θυμό και δυσαρέσκεια.
Ο Κρούγκμαν σημειώνει ότι οργισμένη δεν είναι μόνο η εργατική τάξη, που αισθάνεται συν τοις άλλοις και «προδομένη από τις ελίτ», αλλά και πολλοί δισεκατομμυριούχοι, «που αισθάνονται ότι δεν τους θαυμάζουν αρκετά».
Στις μέρες μας, γράφει, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πόσο ικανοποιημένοι ήταν οι περισσότεροι Αμερικανοί το 1999 και στις αρχές του 2000.
Οι δημοσκοπήσεις τότε, έδειχναν ένα επίπεδο ικανοποίησης για την κατεύθυνση της χώρας, που μοιάζει σουρεαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα.
«Η αίσθησή μου για το τι συνέβη στις εκλογές του 2000 ήταν ότι πολλοί Αμερικανοί θεώρησαν δεδομένη την ειρήνη και την ευημερία, οπότε ψήφισαν τον τύπο που φαινόταν ότι θα είχε περισσότερη πλάκα να κάνεις παρέα μαζί του».
Το 2000, ο Αλ Γκορ, υποψήφιος των Δημοκρατικών, έχασε τις εκλογές από τον Τζορτζ Μπους.
Και στην Ευρώπη, επίσης, τα πράγματα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, συνέχισε ο Κρούγκμαν.
Η εισαγωγή του ευρώ το 1999 χαιρετίστηκε ευρέως ως ένα βήμα προς μια στενότερη πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση -προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αν θέλετε. Κάποιοι είχαμε επιφυλάξεις, σημειώνει ο αμερικανός οικονομολόγος, αλλά αρχικά δεν τις συμμερίζονταν πολλοί.
Υπήρχαν ήδη αρκετές θεωρίες συνωμοσίας και ακόμη και περιπτώσεις εγχώριας τρομοκρατίας στις ΗΠΑ κατά τα χρόνια του Κλίντον. Υπήρχαν οικονομικές κρίσεις στην Ασία, τις οποίες κάποιοι από εμάς έβλεπαν ως πιθανό προάγγελο των πραγμάτων που θα ακολουθούσαν, σημειώνει.
«Δημοσίευσα το 1999 ένα βιβλίο με τίτλο «The Return of Depression Economics» (Η επιστροφή των Οικονομικών της Υφεσης), υποστηρίζοντας ότι παρόμοια πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν και εδώ- έβγαλα μια αναθεωρημένη έκδοση (Η Κρίση του 2008) μια δεκαετία αργότερα, όταν συνέβησαν».
Αλλά γενικά, ο κόσμος αισθανόταν καλά για το μέλλον όταν ο Κρούγκμαν άρχισε να γράφει στους New York Times.
Κάπου όμως, αυτή η αισιοδοξία πήγε περίπατο. Κατά τον αρθρογράφο, ο βασικός λόγος είναι ότι κατέρρευσε η εμπιστοσύνη στις ελίτ: «Το κοινό δεν πιστεύει πλέον ότι αυτοί που μας διοικούν ξέρουν τι κάνουν ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ειλικρινείς».
Δεν ήταν πάντα έτσι, τονίζει. «Πίσω στο 2002 και το ’03, όσοι από εμάς υποστηρίζαμε ότι η εισβολή (του Μπους) στο Ιράκ βασιζόταν σε μία θεμελιώδη απάτη (ότι είχε χημικά όπλα ο Σαντάμ, κάτι που αποδείχθηκε ψέμα), δεχτήκαμε πολλές αντιδράσεις από ανθρώπους που αρνούνταν να πιστέψουν ότι ένας αμερικανός πρόεδρος θα έκανε κάτι τέτοιο.
Σήμερα, λίγοι θα ήταν αυτοί που δεν θα πίστευαν ότι οι πολιτικοί λένε ψέματα.
Με διαφορετικό τρόπο, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπονόμευσε κάθε πίστη του κοινού ότι οι κυβερνήσεις ήξεραν πώς να διαχειρίζονται τις οικονομίες. Το ευρώ ως νόμισμα επέζησε από την ευρωπαϊκή κρίση που κορυφώθηκε το 2012, η οποία έστειλε την ανεργία σε ορισμένες χώρες σε επίπεδα Μεγάλης Υφεσης, αλλά η εμπιστοσύνη στους ευρωκράτες -και η πίστη σε ένα λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον- δεν κράτησε.
Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Είναι εκπληκτικό να κοιτάξει κανείς πίσω και να δει πόσο πιο ευνοϊκά έβλεπε το κοινό τις τράπεζες πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Και δεν ήταν πολύ καιρό πριν που όλο το πολιτικό φάσμα θαύμαζε ευρέως τους δισεκατομμυριούχους της τεχνολογίας, ενώ ορισμένους από αυτούς είχαν φτάσει να τους θεωρούν «λαϊκούς ήρωες».
Αλλά σήμερα, αυτοί και ορισμένα από τα προϊόντα τους αντιμετωπίζονται με καχυποψία και απαξίωση, ανέφερε ο Κρούγκμαν, φέρνοντας το παράδειγμα της Αυστραλίας, που πρόσφατα απαγόρευσε ακόμη και τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από παιδιά κάτω των 16 ετών.
Για αυτό και μερικοί από τους πιο αγανακτισμένους ανθρώπους στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή, φαίνεται να είναι θυμωμένοι δισεκατομμυριούχοι.
Το έχουμε ξαναδεί αυτό, σημείωσε. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία αποδόθηκε ευρέως (και ορθά) εν μέρει σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, θα περίμενε κανείς ότι οι άλλοτε «κυρίαρχοι του σύμπαντος» θα έδειχναν λίγη μεταμέλεια, ίσως και ευγνωμοσύνη για τη διάσωση. Αντίθετα, είδαμε οργή εναντίον του Ομπάμα, ακόμη και για την υπόνοια ότι η Γουόλ Στριτ μπορεί να ευθύνεται εν μέρει για την καταστροφή.
Αυτές τις μέρες συζητείται πολύ η ακροδεξιά στροφή ορισμένων δισεκατομμυριούχων της τεχνολογίας, όπως του Ελον Μασκ.
«Θα έλεγα», γράφει ο νομπελίστας, «ότι δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε υπερβολικά και κυρίως δεν πρέπει να προσπαθούμε να πούμε ότι γι’ αυτό φταίνε κατά κάποιον τρόπο οι πολιτικά ορθοί φιλελεύθεροι.
»Βασικά, πρόκειται για τη μικροπρέπεια των πλουτοκρατών που συνήθιζαν να απολαμβάνουν τη δημόσια αποδοχή και τώρα ανακαλύπτουν ότι όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορούν να σου αγοράσουν αγάπη».
Υπάρχει λοιπόν διέξοδος από τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;
Αυτό που πιστεύει ο Κρούγκμαν είναι ότι ενώ η δυσαρέσκεια μπορεί να φέρει κακούς ανθρώπους στην εξουσία, μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να τους κρατήσει εκεί.
Κάποια στιγμή, το κοινό θα συνειδητοποιήσει ότι οι περισσότεροι πολιτικοί που καταφέρονται εναντίον των ελίτ είναι στην πραγματικότητα οι ίδιοι ελίτ με όλη τη σημασία του όρου (βλέπε Ντόναλντ Τραμπ) και θα αρχίσει να τους καθιστά υπεύθυνους για την αποτυχία τους να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους.
Και τότε, το κοινό μπορεί να είναι πρόθυμο να ακούσει ανθρώπους που δεν δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά προσπαθούν να πουν την αλήθεια όσο καλύτερα μπορούν.
Ισως να μην ανακτήσουμε ποτέ την πίστη στους ηγέτες μας -την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι στην εξουσία λένε γενικά την αλήθεια και ξέρουν τι κάνουν- που είχαμε κάποτε. Ούτε και θα έπρεπε, υποστηρίζει ο Κρούγκμαν. Αλλά αν αντισταθούμε στην «κακιστοκρατία» -την κυριαρχία των χειρότερων- που αναδύεται στις μέρες μας, μπορεί τελικά να βρούμε ξανά τον δρόμο μας προς έναν καλύτερο κόσμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News