Η αλλαγή ισορροπιών των δυνάμεων σε γεωπολιτικό επίπεδο μας κάνει να ξεχνούμε – ή να αγνοούμε – το ποια ήταν τα δεδομένα σε παλαιότερες, αλλά όχι και τόσο μακρινές εποχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι σχέσεις της χώρας μας με τη Βουλγαρία. Μπορεί μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η Βουλγαρία να πέρασε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης με αποτέλεσμα, σταδιακά, να αλλάξει ριζικά η θέση της ως δύναμης στα Βαλκάνια. Τις προηγούμενες δεκαετίες όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα Βαλκάνια βρίσκονταν σε αναβρασμό. Η εξέγερση των Βουλγάρων την άνοιξη του 1876, που πνίγηκε στο αίμα από τους Οθωμανούς, οδήγησε σε παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία έβλεπε τη δημιουργία ενός βουλγαρικού κράτους ως τον τρόπο για να διατηρήσει την επιρροή της στα Βαλκάνια, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας ιδρύθηκε με τη θνησιγενή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878, την οποία αντικατέστησε η Συνθήκη του Βερολίνου της ίδιας χρονιάς. Μπορεί να μην ήταν de jure ανεξάρτητο κράτος, ούτε να διατήρησε τα σύνορα που θα το καθιστούσαν τη «Μεγάλη Βουλγαρία» που ήθελε να προωθήσει η Ρωσία, ωστόσο το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας δεν έπαυε να αποτελεί έκτοτε μία απειλή για τις αλυτρωτικές βλέψεις των Ελλήνων στις, υπό οθωμανική ακόμα κυριαρχία, περιοχές της Μακεδονίας. Η βίαιη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, ήταν ενδεικτική των επεκτατικών βλέψεων των Βουλγάρων.
Τo 1893 ιδρύεται, από Σλάβους της Μακεδονίας, η «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ) με σκοπό να προκαλέσει μία εξέγερση στα εδάφη της τουρκοκρατούμενης ακόμα Μακεδονίας που άμεσα ή έμμεσα θα ευνοούσε τις βουλγαρικές βλέψεις.
Η εξέγερση ξέσπασε τελικά και έμεινε στην ιστορία ως «εξέγερση του Ίλιντεν», του Προφήτη Ηλία δηλαδή, μιας και εκδηλώθηκε στις 20 Ιουλίου 1903 (π.η.) ημέρα που γιορτάζεται η μνήμη του Προφήτη Ηλία από τους Ορθοδόξους. Και μπορεί η εξέγερση αυτή τελικά να κατεστάλη, αλλά έγινε πλέον ξεκάθαρο για την Ελλάδα ότι έπρεπε να μπει ένα «φρένο» στις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ξέσπασε, ένα χρόνο αργότερα, ο Μακεδονικός Αγώνας, δηλαδή η ένοπλη σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων στα εδάφη της τουρκοκρατούμενης ακόμα Μακεδονίας, για τον εθνικό προσεταιρισμό των εκεί πληθυσμών. Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε το 1908, χρονιά που η Βουλγαρία έγινε ανεξάρτητο κράτος.
Και μπορεί κατά τον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο, τέσσερα χρόνια αργότερα, να ήμασταν σύμμαχοι με τους Βουλγάρους αλλά ακολούθησε αμέσως μετά ο Β΄Βαλκανικός Πόλεμος, που προκλήθηκε το 1913 από τους Βουλγάρους που στράφηκαν εναντίον των πρώην συμμάχων τους προκειμένου να καταλάβουν περισσότερα από τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο στόχος ήταν πάντα η δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμαχία της Βουλγαρίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις το 1915 τροχοδρόμησε τις εξελίξεις που εδραίωσαν τον Εθνικό Διχασμό. Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους γερμανοβουλγάρους από την κωνσταντινική κυβέρνηση Σκουλούδη τον Μάιο του 1916, έκανε τους Βούλγαρους να βλέπουν και πάλι το όνειρο της κατάκτησης της Ανατολικής Μακεδονίας να πραγματώνεται.
Με την Ελλάδα να είναι επισήμως ουδέτερη, οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία στα τέλη Αυγούστου 1916 και στις 30 Αυγούστου μπήκαν στην Καβάλα. Έτσι, η Ανατολική Μακεδονία τέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή.
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η – έστω «στο παρά πέντε» – συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ βρήκε τη χώρα μας σύμμαχο των νικητών, και τη Βουλγαρία με τους ηττημένους του Πολέμου.
Η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1919 οδήγησε στην υπογραφή ξεχωριστών συνθηκών ανάμεσα στους νικητές και κάθε μία από τις ηττημένες χώρες. Η κάθε συνθήκη πήρε το όνομά της από ένα διαφορετικό προάστιο του Παρισιού. Έτσι στις 27 Νοεμβρίου 1919 υπογράφεται η Συνθήκη του Νεϊγύ (Neuilly sur Seine) μεταξύ των νικητριών δυνάμεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – και των συμμάχων τους – από τη μία μεριά και της Βουλγαρίας από την άλλη.
Σύμφωνα με αυτή, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να παραιτηθεί από τη Δυτική Θράκη υπέρ των Συμμάχων και να αναγνωρίσει οτιδήποτε και αν αυτοί αποφάσιζαν αργότερα για την τύχη της περιοχής. Όπως ξέρουμε, η Δυτική Θράκη πέρασε τελικά υπό ελληνική κυριαρχία, με τη Βουλγαρία να χάνει την πολυπόθητη έξοδό της στο Αιγαίο. Υπεγράφη μάλιστα ξεχωριστή συνθήκη ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία, η οποία αφορούσε την αμοιβαία εθελούσια μετανάστευση, δηλαδή ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες, μιας και υποχρεωτική ανταλλαγή με κριτήριο το θρήσκευμα – όπως συμφωνήθηκε το 1923 ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία – δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί με την επίσης Ορθόδοξη Βουλγαρία.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ανέφερε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο υπόμνημα που υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1919 με τίτλο «Greece before the Peace Conference of 1919 – Memorandum dealing with the rights of Greece»: «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Βουλγαρία στοχεύει να παίξει στα Βαλκάνια το ρόλο που έπαιζε η Πρωσία στην Κεντρική Ευρώπη. Ούσα η πρώτη βαλκανική χώρα που οργάνωσε δυνατό στρατό, πίστευε ότι μπορούσε εύκολα να υποδουλώσει τους γείτονές της. Το πνεύμα του μιλιταρισμού είναι βαθειά ριζωμένο στη Βουλγαρία όπως και στην Πρωσία. Οι Βούλγαροι ορθώς καυχώνται ότι είναι οι Πρώσοι των Βαλκανίων».
Kάθε γωνιά μια ιστορία. Το podcast της Ελένης Λετώνη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News