Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η Ελλάδα παλλόταν στους ρυθμούς της πολιτικής και της ιδεολογίας. Η έννοια του «απολιτίκ» θα αργούσε πολύ να εμφανιστεί – άλλωστε τότε ήταν σχεδόν ντροπή να δηλώσει κανείς ότι δεν ασχολείται με τα κοινά. Καθώς η χώρα έβγαινε από την επταετή στρατιωτική δικτατορία και τη μακρά περίοδο μετεμφυλιακών αγκυλώσεων, η ροπή της νεολαίας –«φοιτητιώσας» ή εργαζόμενης– ήταν ριζοσπαστική και αριστερόστροφη. Το παραγόμενο πολιτισμικό προϊόν, επίσης τότε σε διαρκή «έκρηξη», διαπνεόταν από το ανάλογο μοτίβο. Ομοίως και το Πανεπιστήμιο.
Εκτοτε η Αριστερά ηγεμόνευσε στο συμβολικό πεδίο παραγωγής των ιδεών. Ηταν το φαινόμενο που αποκάλεσαν αργότερα «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς» – χωρίς όμως τα αντίστοιχα πολιτικά αποτελέσματα. Πέντε δεκαετίες μετά, με τον διπολισμό του Ψυχρού Πολέμου να έχει θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια του τείχους στο Βερολίνο και μια σειρά από αναπάντεχες κρίσεις να κλονίζουν τον δυτικό κόσμο, η Ιστορία παραμένει ζωντανή, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα. Τι συνέβη, όμως, με την ιδεολογία της Αριστεράς; Γιατί σήμερα αγνοεί τις δόξες του παρελθόντος; Τι ρόλο έπαιξε στην πτώση η τετραετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και πόσο επηρεάζει η σημερινή κατάσταση του κόμματος τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς στην Ελλάδα;
Ταξίδι με απολιτίκ προορισμό
Αρχικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι διανύοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα η αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, αλλά και της ίδιας της πολιτικής πλήττει συνολικά τα κομματικά συστήματα. Μαζί με τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές γκρεμίζεται και το ενδιαφέρον για τα κοινά –ειδικά στη νέα γενιά– ενώ μια σειρά από υπερκείμενες, σχετικά γενικόλογες έννοιες, όπως η «αποτελεσματικότητα» και η «μάχη για την καθημερινότητα» περιθωριοποιούν την ιδεολογία.
«Στις περισσότερες χώρες η πολιτική σφαίρα και το ενδιαφέρον γύρω από αυτή έχουν χάσει έδαφος. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι το παιχνίδι της ισχύος πέρασε από την πολιτική στην οικονομία ή σε ένα πολύπλοκο πλέγμα επιχειρηματικών και τεχνοκρατικών δικτύων, που, επιπλέον, οργανώνονται και υπερεθνικά», λέει στο Ρrotagon ο Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Προσθέτει, όμως, ότι η πολιτική δεν πρέπει να περιορίζεται στην επικοινωνία και τους προβεβλημένους εκπροσώπους της. «Η απώλεια των ιδεών και των μεστών ιδεολογικών αναφορών οδηγεί σε χλιαρά πραγματιστικά μείγματα που θέλουν απλώς να ικανοποιούν διαφορετικά κοινά-στόχους. Οπως στα τμήματα πωλήσεων των εμπορικών brands», μας λέει. Για τον ιστορικό Κωστή Καρπόζηλο όροι όπως η «καθημερινότητα» συγκροτούν εκ των πραγμάτων ιδεολογική αντίληψη. «Πυρήνας της είναι η πεποίθηση ότι οι μεγάλες διαιρετικές τομές –όπως Αριστερά – Δεξιά– δεν έχουν να προσφέρουν κάτι. Την ίδια στιγμή όμως βλέπουμε νέες πολιτισμικές και κοινωνικές πολώσεις – π.χ. αυτό που συμβαίνει με τη woke culture. Αρα μάλλον δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα με τις ιδεολογικές μάχες. Παίρνουν νέες μορφές», υποστηρίζει.
Ο πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας Λευτέρης Κουσούλης αποδίδει την υποχώρηση του «ιδεολογικού μετώπου» στην κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού: «Αλλαξε η ματιά στον κόσμο. Ο προηγούμενος χτίστηκε πάνω σε μια αντιπαλότητα, που τροφοδοτήθηκε από μια ιδεολογία που διεκδικούσε την ιστορική αλήθεια και χρησιμοποιούσε βία για την επιβολή της. Αυτή η απόσταση από το ιδεολογικό συμβαίνει επειδή στις κοινωνίες της Δύσης υποχώρησε μέσα στην πρωτόγνωρη ευμάρεια η διάσταση του περιεχομένου και του νοήματος».
Η Μαριλένα Κοππά, καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστήμιου και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, πιστεύει ότι η λογική των συνεργατικών κυβερνήσεων, ειδικά των «μεγάλων συνασπισμών» σε συνδυασμό με τον κλονισμό της κοινωνίας μετά την οικονομική κρίση του 2010, «οδήγησε στο αφήγημα ότι υπάρχει πολιτική πέρα από το δίπολο αριστερά – δεξιά, το οποίο θα στηρίζεται στην τεχνοκρατική επάρκεια και την αποτελεσματικότητα, πέρα από ιδεολογικές αναφορές. Στην πράξη, αυτό που είδαμε όμως είναι ότι δεν υπάρχουν ουδέτερες πολιτικές επιλογές. Αντίθετα η ιδεολογική προέλευση, ρητή ή υποβόσκουσα, προσδιορίζει τη λύση που θα επιλεγεί ως πιο πρόσφορη».
Αριστερά, η πλέον τραυματισμένη
Μπορεί, λοιπόν, η ιδεολογία να είναι –έστω κατά τρόπο διαφορετικό– παρούσα, αν όμως ένας πολιτικός χώρος έχει πληγεί περισσότερο από τον κλονισμό των «μεγάλων αφηγημάτων», αυτή είναι η Αριστερά. Τόσο σε επίπεδο επιρροής ιδεών, όσο και στο εκλογικό αποτύπωμά της. Και αυτό, παρότι τα κοινωνικά αιτήματα, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση των ανισοτήτων και της φτώχειας, παραμένουν επίκαιρα. «Η Αριστερά δεν πείθει ότι μπορεί να φέρει μια χειροπιαστή αλλαγή στη ζωή μας. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημά της. Και δεν πείθει αφενός επειδή δεν έχει να προσκομίσει στο τραπέζι πετυχημένα παραδείγματα μιας εναλλακτικής πολιτικής και αφετέρου όταν μιλά οραματικά το κάνει με αφηρημένους όρους», λέει ο κ. Καρπόζηλος. Σε αντίστιξη αναφέρει την περίπτωση του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος το 2016 λίγο έλειψε, ως ανεξάρτητος και μακροβιότερος γερουσιαστής στις Ηνωμένες Πολιτείες, να κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Χίλαρι Κλίντον: «Αντί να μιλήσει για τον σοσιαλισμό, προώθησε εφαρμοσμένες πολιτικές που όντως είναι ριζοσπαστικές. Μη μου λες λοιπόν. Δείξε μου».
Επανερχόμενοι στο ελληνικό παράδειγμα, δεν γίνεται παρά να μην αναρωτηθούμε αν το σημερινό έλλειμα απήχησης του αριστερού τρόπου σκέψης οφείλεται και στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στην εν εξελίξει ρευστοποίηση του ή στην ιδεολογική περιχαράκωση του ΚΚΕ, σχεδόν με όρους παλαιοντολογίας. «Οι περιπέτειες της ελληνικής Αριστεράς στην εποχή της χρεοκοπίας και της κρίσης των μεταπολιτευτικών συμβιβασμών είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Ενα κομμάτι κατοχύρωσε μια παράδοση κόμματος-συνδικάτου και θεματοφύλακα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε η εύθραυστη επικράτεια μιας ταυτότητας που δεν μπόρεσε ούτε να διαμορφώσει ούτε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Οι ευκολίες της πρώτης αντιμνημονιακής φάσης, η επανάπαυση στη δυναμική της δυσφορίας ή σε παλιότερες μορφές της αντιδεξιάς μνήμης, κυρίως όμως η αδυναμία απόκτησης πραγματικών κοινωνικών ερεισμάτων γιγάντωσε την κρίση του χώρου», επισημαίνει ο κ. Σεβαστάκης.
Οσα διαδραματίζονται σήμερα στο χώρο της Αριστεράς αποτελούν το «τέλος της διαδρομής», υποστηρίζει ο Λευτέρης Κουσούλης, αποδίδοντας τα τεκταινόμενα στο τέλος των «ωραίων ιδεών του ανατολικού κόσμου». «Η Αριστερά αποδείχθηκε στην πράξη ότι είναι μια φιλοσοφική και πολιτική πλάνη», επισημαίνει. Για την κυρία Κοππά, αντιθέτως, η Αριστερά των αρχών και των αξιών είναι ακόμα εδώ: «Δεν έχασε τα ερείσματα η αριστερή ιδεολογία που παλεύει για την κοινωνική ισότητα, την αναδιανομή, την κοινωνική δικαιοσύνη. Στην πραγματικότητα είναι η λαίλαπα των διαδοχικών κρίσεων αλλά και τα αριστερά-κεντροαριστερά πολιτικά κόμματα που απαξιώθηκαν μέσα από τις επιλογές τους, που θόλωσαν το μήνυμα τους. Η ιδέα ότι κάποιος είναι πέραν των ιδεολογιών είναι απλώς αφελής».
Μήπως τελικά είναι ζήτημα απουσίας μεγάλων προσωπικοτήτων, είτε πολιτικών είτε καλλιτεχνών, όπως αυτές που έδρασαν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης; Ο κ. Κουσούλης είναι κατηγορηματικά αρνητικός. «Πάνω από τις ιδεολογικές συλλήψεις και μεγαλεπήβολές θεωρήσεις θα στέκει πάντα ως καταλυτικός εχθρός τους η πράξη. Το βίωμα και η πραγματική ζωή. Η Αριστερά ηττήθηκε στην πράξη. Αυτό δεν θεραπεύεται ούτε από καθηγητές ούτε από καλλιτέχνες. Δεν υπάρχουν πλέον κρίσιμοι σε αριθμό αποδέκτες» λέει.
Σύμφωνα, πάντως, και με τον Κωστή Καρπόζηλο, ούτε η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς ούτε όμως ο εκμηδενισμός της επιρροής της στο παρόν τεκμαίρονται εύκολα. «Μπορεί η Αριστερά όντως να είχε επιρροή, αλλά δεν έπαιζε μόνη της και πολλοί θεσμοί υπήρξαν εξαιρετικά ανθεκτικοί (και συντηρητικοί). Σήμερα, σε έναν διαφορετικά πολυφωνικό κόσμο η μία κύρια μεταβολή είναι η διάχυτη αίσθηση της εξατομίκευσης που με τη σειρά της δοκιμάζει την Αριστερά», υποστηρίζει. «Αλλά αν το σκεφτούμε, ο χώρος της Αριστεράς –με την ευρεία έννοια– παραμένει επιδραστικός: δείτε τους στίχους της χιπ-χοπ που γεμίζουν στάδια. Το στίγμα είναι αντιφασιστικό, αντιρατσιστικό και συχνά αντικαπιταλιστικό. Κάτι γίνεται εδώ που συχνά περνάει κάτω από τα ραντάρ που ακόμα ψάχνουν αμπέχονα και ρετσίνες», προσθέτει.
Ριζοσπαστικοποίηση προς τα δεξιά
Κατά τη διάρκεια των αλληλοδιάδοχων κρίσεων που έπληξαν την Ευρώπη –στην οικονομία και το Μεταναστευτικό– δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστεψαν, κυρίως εδώ στην Ελλάδα, ότι βρισκόμασταν στην απαρχή μιας νέας ριζοσπαστικοποίησης των κοινωνιών προς τα Αριστερά. Αυτό ήταν άλλωστε και ένα από βασικά επιχειρήματα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015. Τελικά, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ειδικά μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε όλο και περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ εξαπλώνεται ραγδαία η ούλτρα δεξιά ιδεολογία. «Οι κοινωνικές κρίσεις, ακόμα και η φτωχοποίηση, δεν ευνοούν, κατ’ ανάγκη, αριστερούς ή αριστερο-ριζοσπαστικούς δρόμους. Η αποσταθεροποίηση του προσωπικού βίου, η αίσθηση ρευστοποίησης και γεωπολιτικού χάους και φυσικά οι μεγάλες και πυκνές μεταβολές στις τεχνολογίες και στους τρόπους ζωής οδηγούν σε αιτήματα ασφάλειας και ευταξίας. Εδώ έρχονται αμέσως οι συμβατικές ή λαϊκιστικές δυνάμεις της Δεξιάς και πωλούν ένα εμπόρευμα που φαίνεται να το εκτιμούν οι απεγνωσμένοι ή κουρασμένοι από όλα πολίτες», εξηγεί ο κ. Σεβαστάκης.
«Δεν πρόκειται μόνο για κρίση της Αριστεράς αλλά συνολικά του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, αν και η Αριστερά επλήγη πιο πολύ. Ο λόγος είναι ο φόβος που δημιουργήσαν όλες αυτές οι ξαφνικές αλλαγές και η αδυναμία των πολιτικών συστημάτων να ανταποκριθούν σε αυτές», υποστηρίζει η κυρία Κοππά, προσθέτοντας ότι ο δυτικός κόσμος βιώνει σήμερα βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης: «Οι διαλυτικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και του ατομικισμού, η διαρκής συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και η ανάπτυξη της “μιντιακής δημοκρατίας” συνοδεύτηκαν με ριζικές αλλαγές στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και το κομματικό σύστημα, κατασκευάζοντας συγχρόνως μια αφήγηση κοινωνικής και ηθικής κατάπτωσης».
Ο Κωστής Καρπόζηλος συμφωνεί ότι ο φόβος δεν είναι σύμμαχος της Αριστεράς. «Το αντίθετο. Η άνοδος της Αριστεράς συνήθως συνδέεται με μια αίσθηση θετικής προσδοκίας για το μέλλον και διεύρυνσης των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων», λέει αναδεικνύοντας παραλλήλως της θεωρητικές, ιδεολογικές και πρακτικές αδυναμίες του χώρου: «Η Αριστερά για χρόνια έτρωγε από τα έτοιμα προηγούμενων εποχών. Τα αποθέματα πλέον εξαντλήθηκαν. Και αυτή καλείται τώρα να επανεπινοήσει τον εαυτό της». Μπορεί άραγε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News