1731
Στα 75 του, ο Μπρους εξακολουθεί να ερμηνεύει δεκάδες τραγούδια του για τέσσερις ώρες κάθε βράδυ που ανεβαίνει στη σκηνή | Shutterstock/Ben Houdijk

Μπρους Σπρίνγκστιν: Ροκ νεανίας, ετών 75

Τέο Ιωάννου Τέο Ιωάννου 23 Σεπτεμβρίου 2024, 17:55
Στα 75 του, ο Μπρους εξακολουθεί να ερμηνεύει δεκάδες τραγούδια του για τέσσερις ώρες κάθε βράδυ που ανεβαίνει στη σκηνή
|Shutterstock/Ben Houdijk

Μπρους Σπρίνγκστιν: Ροκ νεανίας, ετών 75

Τέο Ιωάννου Τέο Ιωάννου 23 Σεπτεμβρίου 2024, 17:55

Την άνοιξη του 1974, ο κριτικός της ροκ και μετέπειτα παραγωγός του «αφεντικού», Τζον Λαντάου, έγραψε σε ένα εναλλακτικό πολιτιστικό έντυπο την πιο διάσημη ατάκα στην ιστορία της μουσικοκριτικής: «Απόψε είδα το μέλλον του ροκ-εν-ρολ, και το όνομά του είναι Μπρους Σπρίνγκστιν». Το δημοσίευμα σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας μετεωρικής διαδρομής, που τη Δευτέρα, 23 Σεπτεμβρίου, έκλεισε τα 75 χρόνια του.

Τα τραγούδια του Μπρους Σπρίνγκστιν έχουν κοινό παρονομαστή: τη λύτρωση – από την ανέχεια, τα λάθη, τις προσωπικές ανησυχίες και αντιφάσεις. Γι’ αυτό οι τετράωρες συναυλίες του θυμίζουν θεατρική παράσταση, με συχνά τεράστιες εισαγωγές πρόζας, στις οποίες αφηγείται πικρές ιστορίες από την προσωπική του ζωή, χωρίς, όμως, ίχνος διδακτισμού.

Παρά την τεράστια επιτυχία του, το «αφεντικό» της αμερικανικής ροκ δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Τέκνο της εργατικής τάξης από ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Νιου Τζέρσεϊ, ο Μπρους έχτισε μεθοδικά την φανατικά αφοσιωμένη βάση θαυμαστών του του πάνω στις αξίες με τις οποίες ανατράφηκε: Την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια της σκληρής εργασίας, και την πίστη στο όνειρο μιας καλύτερης, αλληλέγγυας και συμπεριληπτικής κοινωνίας.

Η προσήλωσή του σε αυτούς τους στόχους, σε συνδυασμό με την σταθερή του επιδίωξη να αναδεικνύει κοινά σημεία επαφής με τους φαν της μουσικής του, τον κατατάσσουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία μουσικών, οι δεσμοί των οποίων με το κοινό τους παραπέμπουν περισσότερο σε μια συνεκτική παγκόσμια κοινότητα, παρά σε ένα κλαμπ αμετανόητων ροκάδων που αναπολούν το «ένδοξο» παρελθόν τους.

Οπως σχεδόν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί στο χώρο της τέχνης, ο Σπρίνγκστιν κουβαλά μια υπαρξιακή αντίφαση. Από τη μία εκφράζει τη χαρά της ζωής και την αισιοδοξία των ονείρων για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ από την άλλη δεν κρύβει την εγγενή του κατάθλιψη, τον πεσιμισμό του για την ματαιότητα της ύπαρξης. Αυτή η αντίφαση τον οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς εμβληματικών ροκ ύμνων, και τον έκανε ακόμη πιο ελκυστικό στα μάτια των οπαδών του.

Μια ματιά στις ρίζες του αρκεί για να εξηγηθεί ο αντιφατικός του χαρακτήρας. Ο πατέρας του, Ντάγκλας Φρέντερικ Σπρίνγκστιν ήταν ένας αλκοολικός οδηγός λεωφορείων που έπασχε από μη διαγνωσμένη διπολική διαταραχή, ενώ η μητέρα του, Αντέλ Αν Ζερίλι, ήταν μια καλόκαρδη, αισιόδοξη νομική γραμματέας, και κεντρικός πυλώνας της οικογένειας.

Μια από τις πρώτες ζωντανές εμφανίσεις της E Street Band σε πλήρη σύνθεση το 1975. Από αριστερά, ο αείμνηστος Κλάρενς Κλέμονς, ο Μπρους Σπρίνγκστιν, ο Στιβ Βαν Ζαντ και ο Γκάρι Τάλεντ (Fin Costello/Redferns/Getty Images)

Ο έφηβος Μπρους λάτρευε την Αντέλ μέχρι τον θάνατό της σε ηλικία 98 ετών τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ παράλληλα επιδίωκε μάταια την επιβεβαίωση από τον μανιοκαταθλιπτικό Ντάγκλας. «Δεν είχα ποτέ τα συνηθισμένα προβλήματα των ροκ μουσικών με τα ναρκωτικά και τις καταχρήσεις», έλεγε το 2012 σε συνέντευξή του στο περιοδικό New Yorker. «Ενώ ανακάλυπτα τον εαυτό μου, ταυτόχρονα είχα την τάση να τον εγκαταλείπω».

Μέσα στο γεμάτο σύγχυση οικογενειακό του περιβάλλον, ο Μπρους στάθηκε τυχερός, καθώς από την προεφηβική του κιόλας ηλικία ανακάλυψε την κλίση του. Ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον Ελβις, τον Τσακ Μπέρι και τους Everly Brohers, κόλλησε το «μικρόβιο» του ροκ-εν-ρολ. Η Αντέλ τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική, χορεύοντας μαζί του τις επιτυχίες της εποχής και αργότερα, στα 15 του, παίρνοντας ένα δάνειο ύψους 60 δολαρίων για να του αγοράσει την πρώτη κιθάρα.

Μεγάλωσε στο προάστιο Φρίχολντ του Νιου Τζέρσεϊ και ήταν μαθητής ενός καθολικού σχολείου της περιοχής, όπου, στα εφηβικά του χρόνια, έγινε αντικείμενο χλεύης και τιμωριών από τις καλόγριες-καθηγήτριες του, λόγω της ατημέλητης εμφάνισής του και της μοναχικότητας που επιδείκνυε στα διαλείμματα. Οταν οι γονείς του και η μία αδελφή του, Πάμελα, μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, ο 20χρονος Μπρους και η παντρεμένη αδελφή του, Βιρτζίνια, δεν τους ακολούθησαν.

Ζώντας σαν αλιτήριος στους δρόμους του Νιου Τζέρσεϊ, ξεκίνησε τα πρώτα συγκροτήματά του, παίζοντας διασκευές ροκ-εν-ρολ τραγουδιών. Οι Steel Mill –η πρώτη του σοβαρή απόπειρα δημιουργίας ροκ μπάντας– έγινε το πρωτόλειο της μετέπειτα E Street Band, της ομάδας που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα στις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες του. Σε αυτήν συμμετείχαν ο αείμνηστος πιανίστας, Ντάνι Φεντερίτσι, και ο κολλητός και συνοδοιπόρος του, κιθαρίστας Στίβι Βαν Ζαντ.

Τον Μάιο του 1972, με μια κιθάρα στο χέρι, ανέβηκε στο λεωφορείο και πήγε στην κοντινή Νέα Υόρκη για το πρώτο του ραντεβού με υπεύθυνο δισκογραφικής εταιρείας. Ο τότε ατζέντης του, Μάικ Απέλ, του είχε εξασφαλίσει μια συνάντηση με τον Τζον Χάμοντ, εκπρόσωπο της Columbia Records. Το ραντεβού δεν ξεκίνησε καλά, καθώς ο Χάμοντ βιαζόταν να φύγει, αλλά όλα άλλαξαν όταν ο Μπρους έπιασε την κιθάρα του και έπαιξε μια ακουστική μπαλάντα του.

Η Columbia του πρόσφερε το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο, προβάλλοντας τον ως τον «νέο Μπομπ Ντίλαν» – γεγονός αρκετά παράδοξο, καθώς ο… «παλιός» Ντίλαν ήταν μόλις 30 ετών. Προς απογοήτευση της δισκογραφικής, ο Σπρίνγκστιν ηχογράφησε τα πρώτα δύο άλμπουμ του, «Greetings from Asbury Park» και «The Wild, the Innocent, and the E Street Shuffle», χρησιμοποιώντας πλήρη μπάντα και διαλύοντας την εικόνα του αλά Ντίλαν ακουστικού τροβαδούρου.

Παράλληλα, ξεκίνησε τις πρώτες του ζωντανές εμφανίσεις σε τοπικά μικρά κλαμπ του Νιου Τζέρσεϊ και της Νέας Υόρκης, όπου άρχισε να πλάθει την μετέπειτα επική λάιβ περσόνα του «τόσο ξέφρενη όσο εκείνη των Μικ Τζάγκερ και Τζέιμς Μπράουν – ένας τραγουδιστής που πήδαγε σαν λαγός με μανία από τα ηχεία στη σκηνή, με μια σχεδόν αυτοκαταστροφική, επείγουσα ανάγκη», όπως θυμάται ο μουσικοκριτικός του New Yorker, Ντέιβιντ Ρέμνικ.

Με εξαίρεση κάποιες διθυραμβικές κριτικές, τα δύο άλμπουμ αγνοήθηκαν εμπορικά από το κοινό. Παρά την απογοήτευσή του, ο Μπρους έκανε δύο κινήσεις που αποδείχθηκαν καθοριστικές: Αύξησε τους αυτοβιογραφικούς στίχους των επόμενων τραγουδιών του και έπλασε μια πιο αυτοαναφορική εικόνα στις ζωντανές εμφανίσεις του, με εκτεταμένους προλόγους πρόζας και συμμετοχή του κοινού, πριν ξεκινήσει η μπάντα να ερμηνεύει το κάθε τραγούδι.

Ακολούθησε το 1975 η ηχογράφηση του εμβληματικού άλμπουμ «Born To Run», η οποία πήρε πάνω από 14 μήνες για να ολοκληρωθεί – με το ομότιτλο τραγούδι να χρειάζεται ένα εξάμηνο για να πάρει την τελική μορφή του. Με κατακόρυφη την αναμονή του κοινού λόγω σειράς ανεπίσημων «διαρροών» κομματιών του σε ραδιοφωνικούς σταθμούς από τον μάνατζερ του Σπρίνγκστιν, Μάικ Απέλ, το άλμπουμ εκτόξευσε εμπορικά την καριέρα του Μπρους.

Το ελεγειακό «Born To Run» αποδείχθηκε το πρωτόλειο μιας δεκαετίας που μετέτρεψε τον Μπρους στον πιο διάσημο ροκ σταρ του πλανήτη. Ολοκλήρωσε τη σύνθεση της E Street Band, με την προσθήκη των συντοπιτών του, Ρόι Μπίταν στα πλήκτρα και Μαξ Γουάινμπεργκ στα ντραμς, σηματοδότησε την έναρξη των εξαντλητικών τετράωρων συναυλιών του καλλιτέχνη και εγκαινίασε την στέρεη βάση των φανατικών οπαδών του, που παραμένει συμπαγής μέχρι σήμερα.

Αποκορύφωμα αυτής της δεκαετίας ήταν η κυκλοφορία του «Born in the USA» το 1984. Το πιο εμπορικά επιτυχημένο άλμπουμ στην καριέρα του Σπρίνγκστιν, του εξασφάλισε sold out εμφανίσεις για συνεχόμενα δεκαήμερα στα μεγαλύτερα στάδια των ΗΠΑ, εν μέσω φρενίτιδας ενθουσιασμού. Ο δίσκος είχε πιο ποπ αποχρώσεις από κάθε άλλον στη δισκογραφία του, έβγαλε επτά επιτυχίες στα τσαρτς και μετατράπηκε στο απόλυτο πολιτιστικό φαινόμενο της δεκαετίας του 1980.

Παράλληλα, η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης του ομότιτλου τραγουδιού του από την καμπάνια επανεκλογής του Ρόναλντ Ρέιγκαν, όξυνε την πολιτική μετάλλαξη του καλλιτέχνη, που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται δειλά. Ο Μπρους αντιτάχθηκε στη χρήση του τραγουδιού στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του αμερικανού προέδρου και άρχισε να το ερμηνεύει ακουστικά, ώστε να δώσει έμφαση στους αντιπολεμικούς και φιλοεργατικούς στίχους του.

Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, το πολιτικό προφίλ του Σπρίνγκστιν γινόταν όλο και πιο έντονο, καθώς αφιέρωνε τα χρήματα και τον χρόνο του σε φιλανθρωπικούς, φιλοαπεργιακούς και εκλογικούς σκοπούς της αρεσκείας του. Το 2004 έκανε μια μεγάλη τουρνέ υποστήριξης της προεδρικής υποψηφιότητας του Δημοκρατικού Τζον Κέρι, ενώ το 2008 στήριξε με πάθος την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο.

Ισως το πιο εμβληματικό –και σίγουρα πιο εμπορικό– άλμπουμ του Μπρους Σπρίνγκστιν, «Born in the USA», κυκλοφόρησε το 1984 (Shutterstock/Blueee77)

Μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης το 2001, ο Μπρους ηχογράφησε σε χρόνο-ρεκόρ ένα από τα πιο εμβληματικά του άλμπουμ, με τίτλο «The Rising». Περιείχε ύμνους αντίδρασης της συλλογικά τραυματισμένης αμερικανικής κοινωνίας και γκόσπελ αποχρώσεις σε τραγούδια θρήνου για τα θύματα. Η κυκλοφορία του τον έφερε ξανά στην κορυφή των τσαρτ και ενίσχυσε το κοινωνικό προφίλ του.

Η προσωπική του ζωή αντικατοπτρίζει τις εσωτερικές αντιφάσεις του. Παρότι γνώρισε την μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, Πάτι Σιάλφα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και αργότερα της ζήτησε να γίνει μέλος των E Street Band, το 1985 παντρεύτηκε την κατά 11 χρόνια νεότερή του, ηθοποιό και μοντέλο, Τζουλιάν Φίλιπς. Ο γάμος τους έληξε άδοξα το 1988 και ο Μπρους άρχισε να συζεί με την Πάτι πριν την έκδοση του διαζυγίου.

Παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1991, έντεκα μήνες μετά τη γέννηση του πρώτου τους γιου, Εβαν Τζέιμς. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γεννήθηκε η κόρη τους, Τζέσικα Ρέι και τον Ιανουάριο του 1994 η Πάτι έφερε στον κόσμο τον δεύτερο γιο τους, Σάμιουελ Ράιαν. Παρότι συνειδητά οικογενειάρχης, ο Μπρους εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει κρίσεις κατάθλιψης και άρχισε συνεδρίες ψυχοθεραπείας, τις οποίες ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Πέρα από τις φοβίες του ότι κληρονόμησε την ασθένεια του πατέρα του, ο Σπρίνγκστιν βρίσκεται διαχρονικά αντιμέτωπος με την αντίφαση του στάτους του – ενός πάμπλουτου επαγγελματία που στους στίχους των τραγουδιών του και στη σκηνή εξακολουθεί να φορά τον μανδύα του φτωχού εκπροσώπου της εξαφανιζόμενης μεσαίας τάξης, από την οποία προέρχεται. Αυτός είναι ένας προβληματισμός που δεν κρύβει σε αρκετά από τα τραγούδια του.

Οι φανατικοί οπαδοί του αναγνωρίζουν την απόλυτη ειλικρίνειά του – τόσο στην συγκεκριμένη αντίφαση, όσο και στον ευθύ –και συχνά αυτοαναιρετικό– λόγο του επί σκηνής. Αυτό που ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν, και που ο συντάκτης του New Yorker ανακάλυψε ιδίοις όμμασι, είναι η λεπτομερέστατη προετοιμασία του πριν από κάθε συναυλία. Οι πρόβες είναι εξαντλητικές, με τον Μπρους να δοκιμάζει κάθε κίνηση, «ξέσπασμα», ή πρόζα του, σαν ηθοποιός που μελετά τον ρόλο του στον καθρέφτη.

Κλείνοντας τα 75 του, ο Σπρίνγκστιν βρίσκεται αντιμέτωπος πλέον με την θνητότητά του. Εχει ήδη χάσει δύο αγαπημένους του συνοδοιπόρους στην μπάντα – τον πιανίστα Ντάνι Φεντερίτσι από καρκίνο και τον σαξοφωνίστα και παιδικό του φίλο, Κλάρενς Κλέμονς, από εγκεφαλικό. Στις συναυλίες του, όταν συστήνει τα μέλη της μπάντας, ρίχνει τους προβολείς στις κενές θέσεις των χαμένων συντρόφων του και αναφέρει τα ονόματά τους, προκαλώντας κύματα συγκίνησης το κοινό.

Αλλά δεν δείχνει σημάδια συνταξιοδότησης. «Εξαντλώ σωματικά τον εαυτό μου στη σκηνή για τέσσερις ώρες, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σταματήσω τις φωνές της αμφισβήτησης για τον εαυτό μου που ακούω διαρκώς στο κεφάλι μου», εξομολογείται στο New Yorker. «Οσο αντέχει το σώμα μου θα συνεχίσω να παίζω μπροστά από ανθρώπους που ξεχνούν, όπως εγώ, τα προβλήματά τους για ένα τετράωρο. Και θα προσπαθώ πάντα να μην απογοητεύσω κανέναν τους».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...