Το ημερολόγιο έγραφε 9 Ιουνίου 1990. Ηταν η μέρα που του άλλαξε τη ζωή. Στην πρεμιέρα της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, το οποίο φιλοξενούσε, η Ιταλία τα είχε βρει σκούρα απέναντι στην Αυστρία. Ο Τοτό Σκιλάτσι μπήκε στο παιχνίδι στο 76’ και, τρία λεπτά αργότερα, έκανε το παγωμένο «Ολίμπικο» να μοιάζει με ηφαίστειο. Με εκείνη την κεφαλιά – γκολ άρχισε να ξετυλίγεται μια από τις πιο απίθανες ιστορίες των γηπέδων.
«Ούτε ένας τρελός δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτό που συνέβη με εμένα», είχε πει στην Gazzetta dello Sport. Το καλοκαίρι του ‘89, τον γνώριζαν μόνον όσοι παρακολουθούσαν τις χαμηλότερες κατηγορίες του ιταλικού πρωταθλήματος: τη Β’, τη Γ’ και τη Δ’. Αλλά το επόμενο, του ‘90, έγινε ο πιο διάσημος Ιταλός εκείνης της εποχής. Ο πιο αγαπητός. Για μερικές εβδομάδες, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές των σπορ, παγκοσμίως.
Η απόφαση του (τότε) ομοσπονδιακού τεχνικού, Αντζέλιο Βιτσίνι, να τον συμπεριλάβει στην αποστολή της Ιταλίας για το Μουντιάλ ήταν έκπληξη και για τον ίδιο τον Σκιλάτσι. Στα 25 του χρόνια είχε παίξει μόνο μια (καλή) σεζόν στη Serie A, με τη Γιουβέντους, και μόνο μια φορά στην εθνική του ομάδα, τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς. Πίστευε πως θα παρακολουθούσε το τουρνουά ως θεατής – ούτε, καν, ως αναπληρωματικός. Με Βιάλι, Καρνεβάλε, Μπάτζιο, Μαντσίνι και Σερένα στο ρόστερ της «Σκουάντρα Ατζούρα», πού να χωρέσει στην επίθεση; Αλλά, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει, «κανείς δεν γνωρίζει το σενάριο που η Μοίρα έχει γράψει για σένα».
Οχι μόνο έπαιξε, αλλά και πέτυχε έξι γκολ – αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης. Λίγο έλειψε να χαρίσει στη χώρα του το τρόπαιο, όπως είχε κάνει ο Πάολο Ρόσι το 1982. Η Ιταλία τερμάτισε τρίτη και ο Σκιλάτσι, που είχε έρθει «από το πουθενά», έγινε η καρτ-ποστάλ εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τον πρωταγωνιστή κάθε διοργάνωσης να προέρχεται από την ομάδα που θριάμβευσε. Οπως ο Μπόμπι Μουρ το 1966, ο Μάριο Κέμπες το 1978, ο Ντιέγκο Μαραντόνα το 1986, ή ο Λιονέλ Μέσι το 2022.
Ψηφίστηκε ως ο κορυφαίος παίκτης του τουρνουά. Και λίγους μήνες αργότερα κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην κατάταξη των υποψηφίων για τη «Χρυσή Μπάλα» του France Football, πίσω μόνο από τον Λόταρ Ματέους. Το φτωχόπαιδο από το Παλέρμο, που στα χρόνια της ερασιτεχνικής του καριέρας πληρωνόταν «με το γκολ», θα μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους πιο απρόσμενους ήρωες των γηπέδων.
Οι Ιταλοί τον λάτρεψαν. Οχι μόνο για τις μαγικές βραδιές που τους χάρισε εκείνο το καλοκαίρι, αλλά και για τους ιδιαίτερους, γεμάτους αυθορμητισμό, πανηγυρισμούς του. Επειτα από κάθε του γκολ έτρεχε στο χορτάρι σαν χαρούμενο παιδί, κουνώντας τα χέρια και το κεφάλι του, με μάτια γουρλωμένα, που φανέρωναν την έκσταση της ψυχής του. Το 2014 είχε πει στο BBC Sport πως, για πολλά χρόνια, όσοι τον συναντούσαν στον δρόμο και τον αναγνώριζαν, του ζητούσαν να τους κάνει τα «άγρια μάτια». Ποτέ δεν το αρνήθηκε – το έκανε χιλιάδες φορές στη ζωή του.
«Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή», έλεγε, «που απλά ανασαίνει και βάζει γκολ. Σε εμένα συνέβη σε εκείνο το Μουντιάλ». Αλλά αμέσως μετά, η καλή του νεράιδα τον εγκατέλειψε. Με την εθνική Ιταλίας σκόραρε μόνο μια φορά ακόμη. Εφυγε από τη Γιουβέντους και πήγε στην Ιντερ, όμως δεν «έπιασε» στο Μιλάνο. Είχε να αντιμετωπίσει και κάποιους σοβαρούς τραυματισμούς. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κάνει επανεκκίνηση στην καριέρα του, έγινε ο πρώτος ιταλός ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην Ιαπωνία.
Επέστρεψε στο Παλέρμο το 1997, αναζητώντας την ευτυχία στην τηλεόραση. Εμφανίστηκε σε ένα σίριαλ (στον ρόλο του αρχηγού της μαφίας), πήρε μέρος στο ιταλικό Survivor και σε άλλα ριάλιτι, εργάστηκε ως τηλεσχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων, πήγαινε ως καλεσμένος από εκπομπή σε εκπομπή. Τίποτα δεν τον «γέμιζε». Μόνο οι βόλτες του με το σκούτερ στην πόλη, όπου εξακολουθούσε να απολαμβάνει την αγάπη των συμπατριωτών του. Πολλοί είχαν δώσει το όνομά του στα παιδιά τους, ή στα ζώα τους – κυρίως σε καθαρόαιμα άλογα.
Διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου το 2022. Ταλαιπωρήθηκε πολύ, υποβλήθηκε σε δυο χειρουργικές επεμβάσεις, πονούσε. «Εφυγε» την Τετάρτη λίγο πριν κλείσει τα 60. Ο Σαλβατόρε «Τοτό» Σκιλάτσι άφησε πίσω του τρεις κόρες και μια αξέχαστη ποδοσφαιρική ιστορία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News