Η «Εντατική» («ER») δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ιατρική σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης. Ηταν όμως ένα πολυβραβευμένο σόου-ορόσημο 12 κύκλων που ξεκίνησε το 1994 καθηλώνοντας το αμερικανικό τηλεοπτικό κοινό με τις ρεαλιστικές σκηνές του και τις αγωνιώδεις προσπάθειες των γιατρών να σώσουν τη ζωή των ασθενών τους.
Τριάντα χρόνια αργότερα, ένας διάσημος τηλεοπτικός γιατρός έρχεται να κάνει τη «διάγνωση» του ασθενούς. Ο Νταγκ Ρος της «Εντατικής», γνωστός ως Τζορτζ Κλούνεϊ, μετά από δύο εβδομάδες αναταραχής στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ σχετικά με την προσπάθεια επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν, έκανε μια καταστροφική αξιολόγηση για τον νυν πρόεδρο.
Ο 63χρονος ηθοποιός δεν έπαιζε κάποιον ρόλο όταν έγραφε τη θλιβερή επιστολή που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στους New York Times, με την οποία καλούσε τον Μπάιντεν να αποσυρθεί από την κούρσα των προεδρικών εκλογών, εκφράζοντας ανησυχίες για την κατάσταση της υγείας του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, γράφει ο Εντουαρντ Χέλμορ στον Guardian, ο Λευκός Οίκος τού ζήτησε να μην τη δημοσιεύσει, ενώ τρεις εβδομάδες πριν ο Κλούνεϊ ήταν «ο οικοδεσπότης στη μεγαλύτερη συγκέντρωση χρημάτων που οργανώθηκε ποτέ για έναν Δημοκρατικό υποψήφιο», όπως έγραψε, βοηθώντας να συγκεντρωθεί το ποσό ρεκόρ των 28 εκατ. δολαρίων για τον προεκλογικό αγώνα των Μπάιντεν-Χάρις.
Ο τρόπος του Κλούνεϊ ήταν άψογος: «Λατρεύω τον Τζο Μπάιντεν. Ως γερουσιαστή. Ως αντιπρόεδρο και ως πρόεδρο. Τον θεωρώ φίλο και πιστεύω σε αυτόν», έγραψε, «αλλά η μόνη μάχη που δεν μπορεί να κερδίσει είναι η μάχη ενάντια στον χρόνο. Κανείς μας δεν μπορεί».
Ο αμερικανός σταρ μιλούσε εκ μέρους του εαυτού του, αλλά και μιας μεγάλης μερίδας φιλελεύθερων χορηγών του Χόλιγουντ, που είναι θυμωμένοι με αυτό που θεωρούν εξαπάτηση του Λευκού Οίκου για την προφανή πτώση της υγείας του Μπάιντεν. Ο Κλούνεϊ έγραψε πως ο άνδρας στον έρανο «ήταν ο ίδιος άνδρας που όλοι είδαμε» στο debate δύο εβδομάδες αργότερα.
Στο σημερινό πνεύμα πανικού και αντεγκλήσεων που επικρατεί, με το σώμα των διαπιστευμένων δημοσιογράφων στον Λευκό Οίκο να μετατρέπει κάθε εμφάνιση του Μπάιντεν σε δοκιμασία ικανότητας, οι Δημοκρατικοί που μαζεύουν χρήματα, συμπεριλαμβανομένου του συμπροέδρου της εκστρατείας επανεκλογής του Μπάιντεν και παραγωγού ταινιών Τζέφρι Κάτζενμπεργκ, προκαλούν υποψίες ότι βοηθούν να καλυφθούν τα προφανή ζητήματα υγείας του αμερικανού προέδρου.
Με τη δημόσια επιστολή του ο Τζορτζ Κλούνεϊ γλίτωσε από την πολιτική ζημιά, το Δημοκρατικό κόμμα, όμως, ίσως να μη σταθεί τόσο τυχερό, γράφει ο Εντουαρντ Χέλμορ στον Guardian. «Οι Δημοκρατικοί», λέει ο Τζέιμς Κάρβιλ (σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον και επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας το 1992, που τον οδήγησε σε νίκη έναντι του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου), ο οποίος την περασμένη εβδομάδα ζήτησε να γίνουν προκριματικές εκλογές για την επιλογή νέου υποψηφίου, «είναι εξαιρετικά αποφασισμένοι να αναγκάσουν τον αμερικανικό λαό να κάνει κάτι που δεν θέλει, να ψηφίσει τον Τζο Μπάιντεν», χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους της απόφασής τους.
«Ο Τζορτζ εκφράστηκε δημόσια, η Νάνσι Πελόζι [κορυφαίο στέλεχος των Δημοκρατικών και για χρόνια πρόεδρος της Βουλής] εκφράστηκε δημόσια. Δεν ξέρω τι άλλο μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι» δήλωσε ο Κάρβιλ στον Observer. «Εκτός από μερικούς ανθρώπους στο Κογκρέσο, όλοι πιστεύουν ότι αυτό είναι τρομακτικό [το να είναι υποψήφιος ο Μπάιντεν]. Αλλά έχεις απέναντί σου έναν άνδρα που δεν θέλει να φύγει: εδώ ακριβώς είμαστε».
Ωστόσο, ο Τζορτζ Κλούνεϊ δεν είναι ο μόνος Κλούνεϊ που κάνει πάταγο στη διεθνή αρένα. Τον περασμένο μήνα αποκαλύφθηκε ότι η σύζυγός του, Αμάλ Κλούνεϊ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) για τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον υπουργό Αμυνας Γιοάβ Γκάλαντ και τρεις κορυφαίους ηγέτες της Χαμάς.
Ο Μπάιντεν χαρακτήρισε την κίνηση του ΔΠΔ «εξωφρενική» και είπε πως ό,τι κι αν υπονοεί ο εισαγγελέας του ΔΠΔ «δεν υπάρχει ισοδυναμία –καμία– μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς». Σύμφωνα, δε, με την Washington Post, ο Τζορτζ Κλούνεϊ τηλεφώνησε στον Στιβ Ρικέτι, σύμβουλο του προέδρου των ΗΠΑ, για να διαμαρτυρηθεί για την προθυμία της κυβέρνησης να επιβάλει κυρώσεις, στις οποίες θα μπορούσε να εμπλέκεται και η σύζυγός του.
Στο μεταξύ, αυτή την εβδομάδα, οι υπεύθυνοι της προεκλογικής εκστρατείας των Μπάιντεν-Χάρις επιχείρησαν να κατηγορήσουν την επιστολή του Κλούνεϊ για «προϋπάρχουσες εντάσεις», υπονοώντας την ιστορία του ΔΠΔ. Ενας παραγωγός του Χόλιγουντ που γνωρίζει το ζευγάρι είπε στον Observer ότι η εξήγηση του Λευκού Οίκου για την επιστολή ήταν «βλακεία» και ότι η δικηγόρος κατηγορήθηκε επειδή η δουλειά της αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξάρτητα από τον πολιτικό διαχωρισμό. «Ο Τζορτζ έχει δύναμη στο Χόλιγουντ. Η Αμάλ δεν έχει, παρά μόνο ως σύζυγος του Τζορτζ» πρόσθεσαν. «Η δύναμή της βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Χάγη και στις σελίδες της Vogue».
Η δικηγόρος δεν σχολίασε την πολιτική παρέμβαση του συζύγου της, η οποία μπορεί μάλιστα να έγινε με τη σιωπηρή έγκριση του Μπαράκ Ομπάμα. Να σημειωθεί ότι μετά από 10 χρόνια που είναι μαζί, ο Τζορτζ και η Αμάλ Κλούνεϊ θεωρούνται ένα από τα πιο σταθερά ζευγάρια στο Χόλιγουντ.
Γνωρίστηκαν στο σπίτι του ηθοποιού στη λίμνη Κόμο της Ιταλίας, όταν ένας κοινός φίλος έφερε μαζί του την Αμάλ Αλαμουντίν. «Ο ατζέντης μου μού είπε: “Γνώρισα αυτή τη γυναίκα που ήρθε στο σπίτι σου, την οποία θα παντρευτείς”. Και πραγματικά έτσι έγινε» αποκάλυψε αργότερα ο ηθοποιός. Η δε Αμάλ είπε ότι «ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Πάντα ήλπιζα ότι θα μπορούσε να υπάρξει αγάπη που θα ήταν απόλυτη και δεν θα απαιτούσε κανένα ζύγισμα ή λήψη αποφάσεων». Ενα σαφάρι στην Κένυα για να δουν καμηλοπαρδάλεις επισφράγισε τη σχέση τους. Το 2014 ο Τζορτζ έκανε πρόταση γάμου στην Αμάλ, παντρεύτηκαν στη Βενετία και τώρα έχουν δίδυμα.
Σύντομα, το πολιτικό ένστικτο που είχε εμφανιστεί σε ταινίες του Κλούνεϊ, όπως «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» (2005) και «Αι Ειδοί του Μαρτίου» 2011), απογειώθηκε. Το 2016 το ζευγάρι θα συναντούσε την τότε καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ για να μιλήσουν για την προσφυγική πολιτική. Την ίδια χρονιά πήγαν σε μια σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και αμέσως μετά ίδρυσαν το Clooney Foundation forJusice, ίδρυμα που επικεντρώνεται στα νόμιμα δικαιώματα όσων στοχοποιούνται από καταπιεστικές κυβερνήσεις, παρακολουθώντας τα χρήματα των παραβατών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όσων επωφελούνται από εγκλήματα πολέμου.
«Εμπνεόμαστε και οι δύο από τους νέους εκεί έξω, που αμφισβητούν την αδικία στις κοινότητές τους, μια νέα γενιά που δεν αποδέχεται το status quo» είπε ο ηθοποιός πριν από δύο χρόνια σε ομιλία του σε τελετή απονομής βραβείων.
Αλλά η τωρινή παρέμβαση του Κλούνεϊ πιθανώς θα έχει κόστος. Οι Μπάιντεν, όπως οι Κλίντον και οι Ομπάμα, μπορεί να θεωρούν ότι επωφελούνται από την επαφή με διασημότητες, αλλά η διασταύρωση ψυχαγωγίας και πολιτικής, και τα χρήματα και οι ιδεολογίες που τη στηρίζουν, είναι αποκρουστική σε πολλούς θύλακες εκτός πολιτικής και ψυχαγωγίας, σημειώνει ο Χέλμορ στον Guardian.
Στον απόηχο του Τραμπ, ο Μπάιντεν λέει τώρα ότι οι ενορχηστρωμένες επιθέσεις εναντίον του προέρχονται από μέλη των «ελίτ», παρά το κακό timing της εμφάνισης της πρώτης κυρίας των ΗΠΑ, Τζιλ Μπάιντεν, στο εξώφυλλο της αμερικανικής Vogue στο τεύχος του Αυγούστου.
Η παράδοση των σχέσεων διασημοτήτων-πολιτικών ανάγεται στην εποχή του Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος οργάνωσε το Rat Pack (η παρέα των φίλων του) για να εκστρατεύσει υπέρ του Τζον Φ. Κένεντι. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι διαφωνίες για τον Ρόναλντ Ρίγκαν ανάγκασαν τις διασημότητες να επιλέξουν πού ανήκουν.
«Εκεί είμαστε ακόμα» εξηγεί ο βετεράνος σύμβουλος των Δημοκρατικών Χανκ Σέινκοπφ. «Οι διασημότητες θεωρούν τους εαυτούς τους σημαντικό μέρος της επιχείρησης συγκέντρωσης κεφαλαίων και σκέψης των Δημοκρατικών, πράγμα με το οποίο πολλοί Αμερικανοί δεν θα συμφωνούσαν».
Ο Σέινκοπφ λέει ότι ο αγώνας για το μέλλον του Μπάιντεν αφορά τόσο το μέλλον του Δημοκρατικού κόμματος όσο και την υγεία του Μπάιντεν, και η παρέμβαση του Κλούνεϊ θα κάνει τους Ρεπουμπλικανούς με το σλόγκαν MAGA (Make America Great Again) να παλέψουν ακόμα πιο σκληρά υπέρ του υποψηφίου τους Ντόναλντ Τραμπ.
«Οι Δημοκρατικοί είναι το κόμμα των ελίτ, παρά το γεγονός ότι βλέπουν τον εαυτό τους ως το κόμμα των μη ελίτ» σημειώνει. Και ανεξάρτητα από το ποιος υπογράφει τις επιταγές –διασημότητες του Χόλιγουντ ή κάποιος δεξιός βιομήχανος του Τέξας–, «αυτό που θέλουν όλες οι ελίτ είναι ένα κόμμα που κάνει αυτό που θέλουν, επειδή πιστεύουν ότι είναι το σωστό».
«Αλλά δεν είναι τέτοιος ο Τζο Μπάιντεν. Εκπροσωπεί την παλιά ενωτική Αριστερά, αριστερός σχεδόν με αχρωματοψία, αλλά δεν είναι έτσι οι χειριστές των παρασκηνίων» προσθέτει ο σύμβουλος τωνΔημοκρατικών.
Ακόμη, ο 91χρονος Πίτερ Μπαρτ, πρώην εκδότης του Variety, έγραψε σε στήλη του Deadline ότι τρέφει «μεγάλο σεβασμό για την απόφαση του Κλούνεϊ», αλλά είναι αυτή που «θα του κοστίσει». Θυμήθηκε άλλους σταρ του Χόλιγουντ που είχαν αναμείξει την πολιτική με την ψυχαγωγία, όπως η Τζέιν Φόντα, ο Τσάρλτον Ιστον και ο Τζον Γουέιν.
«Εκτός από πιθανή ζημιά στην καριέρα του, ο Κλούνεϊ πρέπει να αντιμετωπίσει και τους χορηγούς που ξόδεψαν εκατομμύρια μετά την προτροπή του να υποστηρίξουν έναν προεκλογικό αγώνα τον οποίο τώρα αρνείται» προειδοποίησε ο Μπαρτ.
Θυμήθηκε και μια συζήτηση που είχε με τον Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον Νίξον. «Θέλω να με συμπαθούν οι άνθρωποι, ακόμη και οι ψηφοφόροι που ψηφίζουν εναντίον μου», του είχε πει ο Ρέιγκαν. «Ο Νίξον δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται, αλλά εγώ εξακολουθώ να είμαι ηθοποιός».
Η παρέμβαση του Κλούνεϊ έχει προκαλέσει μια γενικότερη κριτική του. Οι προοδευτικοί αριστεροί και οι αφροαμερικανοί ψηφοφόροι, οι δύο ομάδες ψηφοφόρων που ο Μπάιντεν φλερτάρει για να τον υποστηρίξουν στις εκλογές, επέκριναν τον ηθοποιό επειδή πήρε μια θέση που του επιτρέπεται επειδή είναι διάσημος, λευκός και άνδρας.
Αλλοι υπονοούν ότι η οπτική είναι διαφορετική από το κάθισμα πλάι στο παράθυρο σε ένα αεροσκάφος Gulfstream που πετάει ανάμεσα σε σπίτια στο Λος Αντζελες, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. (Να σημειωθεί ότι εκτός από επιτυχημένος ηθοποιός, ο Τζορτζ Κλούνεϊ είναι και επιχειρηματίας. Μαζί με τον φίλο του Ράντε Γκέρμπερ, σύζυγο της Σίντι Κρόφορντ, είχαν τη μάρκα τεκίλας Casamigos, η πώληση της οποίας τους απέφερε έως και 1 δισ. δολάρια.)
Ο Κλούνεϊ έχει επικριθεί και από την άλλη πλευρά. Ο Τραμπ είπε ότι «ερεθίστηκε από τον άτιμο Τζο, σαν αρουραίοι που είναι και οι δύο». Μερικοί, δε, αναρωτήθηκαν γιατί ο Κλούνεϊ, και το Χόλιγουντ γενικότερα, περίμεναν μέχρι μετά το debate για να αποκαλύψουν τι είχαν δει στον έρανο.
Ωστόσο, η επιστολή των New York Times καθιερώνει τον γεννημένο στο Κεντάκι ηθοποιό ως έναν σύγχρονο Γουόρεν Μπίτι, τον σταρ που έκανε τις πολιτικές του πεποιθήσεις μέρος της δημόσιας εικόνας του, παρατηρεί στον Guardian ο Εντουαρντ Χέλμορ. Ο Μπίτι δεν έθεσε ποτέ υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου, είχε πει μάλιστα πως θα ήταν «περισσότερο σαν να τρέχω για σταύρωση». Αλλά ούτε και ο Κλούνεϊ το έκανε, κάτι που επέτρεψε και στους δύο να ξεπερνούν την ανία της πολιτικής καθημερινότητας.
«Το άρθρο του Τζορτζ ήταν προκλητικό, καλογραμμένο, αλλά έτσι κι αλλιώς οι ψηφοφόροι δεν θέλουν τον Μπάιντεν: το 73% του κοινού που ψηφίζει λέει ότι θέλει κάτι διαφορετικό» παρατηρεί ο Τζέιμς Κάρβιλ. «Δεν ζητούν κάτι δύσκολο, απλώς έναν διαφορετικό υποψήφιο. Είμαστε σε κρίση» τονίζει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News