Ο Τάκης Ζαχαράτος διαθέτει ένα μεγάλο ταλέντο. Εχει αναγάγει τη μίμηση σε θέαμα. Σε υπερθέαμα, είναι η σωστή λέξη. Δεν είναι μόνο ότι ζωγραφίζει επάνω του πρόσωπα και προσωπικότητες της σύγχρονης πραγματικότητας. Είναι ότι καταφέρνει να συνθέσει, μέσα από αυτή την τέχνη και ικανότητά του, μια ολόκληρη παράσταση, με επίκεντρο τον ίδιο και τις πολλές εκδοχές του.
Ο καλλιτέχνης αυτός αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, του οποίου ο βασικός σκοπός είναι να διασκεδάσει το κοινό. Είναι πρωτίστως εικόνα, ατμόσφαιρα, ήχος. Είναι επιθεωρησιακή φαντασμαγορία, όπου πληρώνεις εισιτήριο για να χαρούν τα μάτια σου, βλέποντας έναν τύπο να μπαινοβγαίνει στη σκηνή εναλλάσσοντας με μαεστρία προσωπεία. Και ο Ζαχαράτος το κάνει με τέτοια προσήλωση και πάθος, που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος, φύσει μίμος.
Φυσικά υπάρχει και κείμενο που πλαισιώνει το θέαμά του, αλλά δεν περιμένεις να ακούσεις βαθυστόχαστες ατάκες και ψαγμένα αστεία. Δεν περιμένεις κοινωνική και πολιτική σάτιρα υψηλού επιπέδου σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Το χιούμορ υπάρχει, αλλά είναι πρωτόλειο. Δεν έχει πτυχώσεις, δεν έχει επίπεδα, δεν είναι ικανό να χτυπήσει τη βαθύτερη σκέψη σου. Στοχεύει στο θυμικό σου. Στους νευρώνες εκείνους που θα γαργαληθούν ευκολότερα. Το χιούμορ του κειμένου θυμίζει το χιούμορ των παιδιών, που εκστομίζουν τη λέξη «σκατά» και λύνονται στα γέλια.
Δεν είναι κακό να γελάς με πρωτόλεια αστεία που δομούνται γύρω από την πλάκα. Είναι εξίσου ανακουφιστικό και παρηγορητικό. Είναι, όμως, πρόβλημα όταν στα πλακατζίδικα κείμενα τρυπώνουν ενοχλητικά στερεότυπα. Στη σατιρική εμφάνιση-ένθετο του Τάκη Ζαχαράτου, που παρακολουθήσαμε τη βραδιά των εκλογών από τη συχνότητα του ΑΝΤ1, με οικοδεσπότη τον Νίκο Χατζηνικολάου, τρύπωσαν δυστυχώς αυτά τα στερεότυπα.
Η σατιρική αποτύπωση της γυναίκας ξεκίνησε από την εμφάνιση και συνέχισε να κάνει κύκλους γύρω από αυτήν: «Αν δεν ήμουν εγώ η σαλονικιά καλλονή με την μπούκλα να κρατάω την ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ», «Και αντί να με θαυμάσετε, κύριε Χατζηνικολάου, που είμαι αριστερή με λουκ καραδεξιάς», και «Ματίνα Παγώνη, η μπαγκέτα μου φουντώνει», και «έφερα το αποσμητικό και την ομορφιά στον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε κατασκιάξει τον ανδρικό πληθυσμό και η Σία Αναγνωστοπούλου με το μαλλί μέδουσα και η Τασία Χριστοδουλοπούλου με τις ελιές Καλαμών διάσπαρτες σε όλη τη μούρη και η Βασιλική Κατριβάνου, που για αυτήν… ουδέν σχόλιον».
Ουδέν σχόλιον, πράγματι. Δεν είναι παράλογο που τα παραπάνω λόγια μπήκαν στην κατηγορία «σεξισμός». Δεν είναι παράλογο που η Πόπη Τσαπανίδου ενοχλήθηκε. Αν η σάτιρα εστίαζε στην πολιτική παρουσία της και αντίληψη, για την οποία πολλά μπορεί να πει κανείς, δεν νομίζω ότι θα είχε πρόβλημα. Και απορώ πώς δεν είπαν τίποτα και οι υπόλοιπες κυρίες, των οποίων τα εμφανισιακά χαρακτηριστικά έγιναν όχημα πυροδότησης ενός ανόητου χαχανητού, για όποιον τέλος πάντων μπόρεσε να χαχανίσει.
ΥΓ. Και «σταφιδομαϊμού του Σηκουάνα» είπε μετά για την Μπριζίτ Μακρόν. Εκανε κι ο ηλικιακός ρατσισμός την εμφάνισή του στο σατιρικό στιγμιότυπο. Να μη μείνει τίποτα απέξω.
ΥΓ. 2 Για το μόνο που διαφωνώ, ως προς την αρνητική αντίδραση που ξεσήκωσε, είναι το «Εχετε μανία να μη με αφήνετε να τελειώνω ποτέ, να με βλέπετε να αγκομαχάω και έχω ντοκουμέντα της μη ολοκλήρωσής μου. Τρελαίνεστε να με βλέπετε να μην τελειώνω». Αν υπήρχε μια στιγμή έξυπνης σάτιρας στο σκετς του Ζαχαράτου, ήταν αυτή η φράση που αποτύπωσε με πικάντικη ευστοχία και τον παραδοσιακό, επιθεωρησιακό τρόπο, την αντίδραση της Πόπης Τσαπανίδου όταν τη στρίμωχναν προεκλογικά στα πάνελ και δεν είχε να αντιτάξει πολιτικά επιχειρήματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News