Στα πρώτα λεπτά της «Μεγάλης Απόδρασης», ο γερμανός Κομαντάντ (Χάνες Μέσεμερ) του στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου Stalag Luft III προειδοποιεί τον σμηναγό Ράμσεϊ (Τζέιμς Ντόναλντ) να μην επιχειρήσει να δραπετεύσει. Το πλήθος των αιχμαλώτων αεροπόρων των συμμαχικών δυνάμεων του Ράμσεϊ είναι γνωστοί δραπέτες – αλλά ο Κομαντάντ θέλει μια ήσυχη ζωή.
Ο Ράμσεϊ, ωστόσο, δεν ακούει κουβέντα. Ως ο ανώτερος βρετανός αιχμάλωτος, λέει ευθέως στον Κομαντάντ: «Είναι ορκισμένο καθήκον όλων των αξιωματικών να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν». Είναι αυτές οι λέξεις που δίνουν τον τόνο της ταινίας – το αδάμαστο πνεύμα που συνοδεύεται από τον ήχο της πολυσφυριγμένης θεματικής μελωδίας του.
Η ταινία, που γιορτάζει φέτος την 60η της επέτειο, είναι ένα τεράστιο, αδιαμφισβήτητο κλασικό αριστούργημα. Είναι επίσης πολύ γνωστή για τις κατάφωρες, φιλικές προς το Χόλιγουντ, μυθοπλασιακές της αυθαιρεσίες, που προσωποποιούνται από τον σμηναγό Βέρτζιλ Χιλτς, που ερμηνεύει ο Στιβ Μακουίν – τον επαναστάτη μοτοσικλετιστή, που είναι ένας εξ ολοκλήρου φανταστικός χαρακτήρας.
Πρωταγωνιστές στο πλευρό του Μακουίν είναι μια σειρά αιχμαλώτων που βασίζονται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα, ή είναι φανταστικοί χαρακτήρες: ο «εγκέφαλος» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο σχεδόν τυφλός πλαστογράφος του Ντόναλντ Πλέζανς, ο ταχυδακτυλουργός του Τζέιμς Γκάρνερ και ο κλειστοφοβικός ανασκαφέας του Τσαρλς Μπρόνσον. «Η Μεγάλη Απόδραση» είναι κατασκευασμένη τόσο ως αστυνομική ταινία, όσο και ως φιλμ απόδρασης.
Ως επί το πλείστον, ωστόσο, είναι μια γενικά ακριβής αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο 76 αιχμάλωτοι στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων απέδρασαν τον Μάρτιο του 1944 υπογείως από το Stalag Luft III. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γκάι Γουόλτερς, συγγραφέα του βιβλίου «Η πραγματική Μεγάλη Απόδραση», όμως, ο τόνος της ταινίας είναι λάθος.
Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε υποχρέωση απόδρασης. Υπήρχε μια προσδοκία, ίσως, ότι οι αιχμάλωτοι θα το επιχειρούσαν –και το δικαίωμα να το κάνουν με την καλύτερη διάθεση– αλλά όχι πραγματικό καθήκον. Επίσης, οι ανωτέρου βαθμού αιχμάλωτοι είχαν επανειλημμένα προειδοποιηθεί να μην επιχειρήσουν μαζική απόδραση. Και όχι μόνο επειδή οι Γερμανοί φρουροί ήθελαν μια ήσυχη ζωή – κυρίως διότι οι επιπτώσεις θα ήταν σοβαρές. Οπως και ήταν.
Μόλις τρεις από τους 76 δραπέτες τα κατάφεραν. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν ξανά. Πενήντα από αυτούς –με απευθείας εντολές του Χίτλερ– εκτελέστηκαν από τη Γκεστάπο. Στην ταινία, ακόμα και αυτό το τραγικό τέλος έχει αέρα δόξας. «Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η ιστορία της “Μεγάλης Απόδρασης” είναι πολύ πιο σκοτεινή από ότι φαίνεται στην ταινία», λέει ο Γκάι Γουόλτερς. «Στην καρδιά της ταινίας, βρίσκεται μια ιστορία απερισκεψίας και φόνου».
Το φιλμ βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Πολ Μπίκχιλ, ενός αυστραλού πιλότου, αιχμαλώτου και συγγραφέα. Ο Μπρίκχιλ, ο οποίος έγραψε επίσης το βιβλίο «The Dam Busters», καταρρίφθηκε πάνω από την Τυνησία και στάλθηκε στη Stalag Luft III τον Απρίλιο του 1943. Η βρετανική Telegraph συγκρίνει την ιστορία του, με αυτή του σεναρίου της ταινίας.
Οι αναφορές συχνά περιγράφουν το στρατόπεδο ως ανθεκτικό στις αποδράσεις. Είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζεται και στην ταινία, ότι το Stalag Luft III κατασκευάστηκε ειδικά για να φιλοξενεί συμμαχικούς αεροπόρους. Βρίσκεται κοντά στην πόλη Σέιγκαν, στην Κάτω Σιλεσία (τότε τμήμα της ναζιστικής Γερμανίας, τώρα τμήμα της Πολωνίας), διοικούνταν από αξιωματικούς της Λουφτβάφε και ενεργοποιούσε σημαντικά μέτρα για την αποτροπή της διαφυγής των αιχμαλώτων.
Απτόητοι, κάποιοι από τους αεροπόρους των συμμαχικών δυνάμεων –που αυτοαποκαλούνταν «Λόχος X»– κατάφεραν να υλοποιήσουν ένα σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο έσκαψαν τρεις σήραγγες, με τις κωδικές ονομασίες «Τομ», «Ντικ» και «Χάρι», κάτω από τις καλύβες των στρατώνων τους.
Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο γεννημένος στη Νότια Αφρική πιλότος Ρότζερ Μπουσέλ –γνωστός και ως «Μεγάλος Χ»– στον οποίο βασίστηκε ο χαρακτήρας του Ρίτσαρντ Ατένμπορο, Μπάρτλετ. Ο Πολ Μπρίκχιλ συμμετείχε στην επιχείρηση, αλλά όχι και στην απόδραση. Ο Μπουσέλ του απαγόρευσε να δραπετεύσει, επειδή υπέφερε από κρίσεις κλειστοφοβίας.
Το βιβλίο του Μπρίκχιλ εκδόθηκε το 1950. Ο σκηνοθέτης Τζον Στάρτζες το διάβασε την επόμενη χρονιά και αμέσως είδε τις κινηματογραφικές του δυνατότητες. «Ηταν η τέλεια ενσάρκωση του γιατί κέρδισε η ομάδα μας», είπε αργότερα. Ο Στάρτζες ήταν και ο ίδιος βετεράνος – γύριζε ντοκιμαντέρ για την Αεροπορία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ηταν, παράλληλα, ο κορυφαίος σκηνοθέτης δράσης της εποχής του και πέρασε πάνω από μια δεκαετία προσπαθώντας να γυρίσει τη «Μεγάλη Απόδραση». Οπως περιγράφεται στη βιογραφία του Στάρτζες, «Escape Artist» από τον Γκλεν Λαβέλ, ο σκηνοθέτης αρχικά παρουσίασε την ταινία στον θρυλικό παραγωγό της MGM, Σαμ Γκόλντγουιν.
«Τι διάολο απόδραση είναι αυτή;» ήταν η αντίδραση του Γκόλντγουιν. «Κανείς δεν αποδρά!». Ο βοηθός σκηνοθέτης του Στάρτζες, Ρόμπερτ Ρελιέα, είπε παρομοίως: «Πρόκειται για ένα σωρό από τύπους σε ένα στρατόπεδο φυλακών, που τελικά εκτελούνται. Δύσκολο να το πουλήσεις». Ταυτόχρονα ήταν μια ακριβή παραγωγή, χωρίς γυναικείους χαρακτήρες. «Εχουμε μια γυναίκα», απάντησε ο Στάρτζες. «Οι γυναίκες δεν έχουν θέση σε αυτή την ιστορία».
Μετά την επιτυχία του «Και οι 7 Ηταν Υπέροχοι» –μια άλλη ανδρική ταινία υπό τη διεύθυνση του Στάρτζες, με πρωταγωνιστές τους Τσαρλς Μπρόνσον, Τζέιμς Κόμπερν και Στιβ Μακουίν– η εταιρεία Mirisch άναψε με πράσινο φως για τη «Μεγάλη Απόδραση». Ομως ο σκηνοθέτης έπρεπε να πείσει ένα άλλο βασικό πρόσωπο: τον Πολ Μπρίκχιλ.
Ο συγγραφέας είχε αντισταθεί στις προσφορές για πώληση των δικαιωμάτων του βιβλίου του. Ο Μπρίκχιλ δεν ήθελε η ιστορία του να γίνει ένα χολιγουντιανό γαϊτανάκι πλημμυρισμένο από δόξα στην αστερόεσσα. Ο Στάρτζες συναντήθηκε με τον Μπρίκχιλ και τον έπεισε, χρησιμοποιώντας τη χολιγουντιανή γοητεία του, γάντια βιζόν για δώρο, και υποσχέσεις να μείνει πιστός στα πραγματικά γεγονότα. Ο Μπρίκχιλ ζήτησε επίσης την άδεια από τις οικογένειες των δραπετών.
Αλλά το σενάριο βρισκόταν ήδη στα σκαριά για δύο χρόνια, με 11 προσχέδια και περισσότερους από μισή ντουζίνα συγγραφείς. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι θα εμμείνουν στα πραγματικά γεγονότα, τόσο ο Στάρτζες όσο και οι παραγωγοί της ταινίας ήθελαν να συμπεριλάβουν αμερικανούς αστέρες στο καστ. Και ο Χιλτς, ο χαρακτήρας του Στιβ Μακουίν –με το γάντι του μπέιζμπολ και τη γοητεία του «δεν μου καίγεται καρφί»– δεν θα μπορούσε να είναι πιο Αμερικανός.
Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί συμμετείχαν στα πρώτα στάδια της επιχείρησης διάνοιξης της σήραγγας, αλλά είχαν μεταφερθεί σε άλλο συγκρότημα εντός του στρατοπέδου την εποχή της απόδρασης, τον Μάρτιο του 1944. Αν μη τι άλλο, η ταινία θα έπρεπε να έχει περισσότερες εθνικότητες. «Ηταν μια κατεξοχήν πολυεθνική προσπάθεια», λέει ο Γκάι Γουόλτερς. «Μόνο το 50% των δραπετών ήταν Βρετανοί ή από την κοινοπολιτεία. Υπήρχαν Λιθουανοί, Πολωνοί και Τσέχοι».
Στην ταινία, ο σκοπός της απόδρασης δεν είναι η δραπέτευση, αλλά «να συγχύσει και να μπερδέψει τον εχθρό» – δηλαδή να αναγκάσει τους Γερμανούς να σπαταλήσουν πολύτιμους πόρους κυνηγώντας τους δραπέτες, να αντλήσουν ανθρώπινο δυναμικό από τις πρώτες γραμμές, και να πληγώσει συνολικά τους Ναζί. Αυτό ήταν μέρος του συλλογισμού του Μπουσέλ γύρω από το σχεδιασμό της απόδρασης και συχνά επαναλαμβάνεται ως γεγονός.
Ο Γουόλτερς το αποκαλεί «χαζομάρα». Μια μαζική απόδραση απλώς θα έκανε τους Ναζί να αυξήσουν την ασφάλεια του στρατοπέδου, να βρουν τους δραπέτες, και παράλληλα να βρουν αιχμαλώτους που δραπετεύουν από άλλες φυλακές του Τρίτου Ράιχ. «Και όλα αυτά χωρίς κόστος για την πολεμική τους προσπάθεια», εξηγεί.
Οι προειδοποιήσεις των γερμανών φρουρών είχαν ως κίνητρο τη γνήσια ανησυχία τους για την ευημερία των αιχμαλώτων. Η ταινία αποτυπώνει τη σχέση μεταξύ των αιχμαλώτων, γνωστών ως «Kriegies», και των φρουρών – ένα είδος εγκάρδιας κατανόησης ότι μια απόπειρα απόδρασης έχει και μια παιχνιδιάρικη υφή.
Ο Στάρτζες σχεδίαζε να γυρίσει την ταινία στην Καλιφόρνια, αλλά τα προβλήματα με το σωματείο των ηθοποιών τον ανάγκασαν να ψάξει αλλού. Τελικά η ταινία γυρίστηκε στα Bavaria Film Studios, στο Γκαϊσελγκαστάιγκ, έξω από το Μόναχο.
Κάτι που παραλείπεται από την ταινία, είναι το γεγονός ότι μόλις το ένα τρίτο των κρατουμένων στο Stalag Luft III ήθελε να δραπετεύσει. «Τα δύο τρίτα αισθάνονταν ασφαλείς πίσω από αυτό το συρματόπλεγμα, και δεν ήθελαν να ξαναμπούν σε αεροπλάνο», λέει ο Γουόλτερς.
«Πρέπει να θυμάστε – σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι σε εκείνο το στρατόπεδο είχαν συλληφθεί μετά από αεροπορικό δυστύχημα. Το να μπουν ξανά σε αεροπλάνο ήταν μια τρομακτική προοπτική. Είχαν δει τους φίλους τους να πέφτουν κατακόρυφα στο κενό μέχρι θανάτου. Είχαν δει ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί στα πιλοτήρια».
Η παραγωγή της ταινίας –όπως και η πραγματική Μεγάλη Απόδραση– αντιμετώπισε προβλήματα από τις κακές καιρικές συνθήκες – ένας από τους πολλούς λόγους που ο προϋπολογισμός της αυξήθηκε από λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια, σε 4 εκατομμύρια δολάρια. Υπήρχε κι ένα άλλο πρόβλημα: ο Στιβ Μακουίν.
Εξι εβδομάδες από την έναρξη της παραγωγής, ο Στάρτζες διοργάνωσε μια προβολή των καθημερινών πλάνων για το καστ. Σύμφωνα με τον Ντόναλντ Πλέζανς (ο οποίος πίστευε ότι η ταινία είχε τα χάλια της) ο Μακουίν έφυγε εκνευρισμένος από την προβολή. Ηταν δυσαρεστημένος με τον ρόλο του, και απαιτούσε να ξαναγραφεί.
Ο ΜακΚουίν εξοργίστηκε ιδιαίτερα από τον συμπρωταγωνιστή του, Τζέιμς Γκάρνερ, γιατί είχε το καλύτερο σεναριακό υλικό και εμφανιζόταν ως μεγαλύτερος σταρ. Ο ηθοποιός εξαφανίστηκε από το σετ και αρνήθηκε να επιστρέψει. Ο Γκάρνερ και ο Τζέιμς Κόμπερν (που υποδύεται έναν αυστραλό αιχμάλωτο) συναντήθηκαν με τον Μακουίν για να συζητήσουν πώς θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον χαρακτήρα του Χιλτς. Αλλά εκείνος απέρριπτε κάθε ιδέα.
Ο Στάρτζες απείλησε να διαγράψει τον χαρακτήρα του Μακουίν από την ταινία και εκείνος κάλεσε τους ατζέντηδες του. Τελικά έφεραν έναν συγγραφέα για να δουλέψει στις σκηνές του Μακουίν. Ο χαρακτήρας του ήταν μοναχικός, γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο – καθόταν μόνος του, πετούσε μια μπάλα στον τοίχο και έλεγε «δεν θα το έκανα αυτό ούτε για τη μάνα μου» όταν οι Βρετανοί του ζητούσαν να βοηθήσει. Αλλά το ρετουσάρισμα του σεναρίου τον έκανε αναπόσπαστο μέρος της απόδρασης.
Ο Μακουίν προκάλεσε προβλήματα και εκτός του σετ, στους δρόμους του Μονάχου. Οι αναφορές για τις υψηλής ταχύτητας μανούβρες του στα στενά της πόλης ποικίλλουν. Ο βιογράφος του, Μαρκ Ελιοτ, περιγράφει πώς ο ηθοποιός έλαβε 37 κλήσεις από τη γερμανική αστυνομία και τράκαρε ένα αυτοκίνητο πάνω σε ένα δένδρο.
Οι δικηγόροι του στούντιο έπρεπε να δουλέψουν υπερωρίες για να κρατήσουν τον Μακουίν εκτός φυλακής. Αναγκάστηκαν να πουν στους γερμανούς αξιωματούχους ότι εάν ο ηθοποιός φυλακιζόταν, η παραγωγή θα σταματούσε – κάτι που σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν χρήματα για την τοπική οικονομία.
Οι σκηνές μετά την απόδραση στην ταινία είναι οι πιο φανταστικές. Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τη χώρα, οι μεταμφιεσμένοι αιχμάλωτοι στρατιώτες πηδούν από ένα τρένο, κλέβουν ένα αεροπλάνο και –φυσικά– προσπαθούν να πηδήξουν πάνω από τα γερμανο–ελβετικά σύνορα με μια κλεμμένη μοτοσικλέτα.
Το κυνηγητό με τη μοτοσικλέτα, προϊόν μυθοπλασίας, προστέθηκε μετά από πρόταση του Μακουίν – άλλος ένας τρόπος για να επιδείξει τις ικανότητές του και, πιθανότατα, ένα μέσο για να κατευνάσει το εύθραυστο εγώ του. Αλλά δεν του επετράπη να κάνει ο ίδιος το εμβληματικό άλμα. Αντίθετα, ο φίλος (και κασκαντέρ) του, Μπαντ Εκινς, εκτέλεσε και το άλμα και την ολίσθηση στα συρματοπλέγματα – ένας ελιγμός που οδηγεί τον Χιλτς σε εκ νέου σύλληψη από τους Ναζί.
«Η Μεγάλη Απόδραση» – που έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο στις 20 Ιουνίου 1963 – έχει μυθοποιήσει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίστηκε. Η ταινία –ακόμα και μόνο το δακρύβρεχτο μουσικό της θέμα– είναι εμποτισμένη με μια συγκλονιστική, συναρπαστική μεγαλοπρέπεια. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κατατάσσεται στη λίστα με τις πιο αγαπημένες ανδρικές ταινίες όλων των εποχών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News