Oι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της 14ης Μαΐου θα μπορούσαν να επιφέρουν το τέλος της πολιτικής κυριαρχίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία έπειτα από μία εικοσαετία. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, ο τούρκος πρόεδρος θα αναμετρηθεί με τον υποψήφιο της ενωμένης αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον κοσμικό και κεντροαριστερό ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP).
Στην κρίση των ψηφοφόρων βαραίνουν η μακροχρόνια οικονομική κρίση που ταλανίζει την Τουρκία, ο αχαλίνωτος πληθωρισμός, η ολοένα πιο αυταρχική στάση του Ερντογάν και η ολιγωρία που επέδειξε η τουρκική κυβέρνηση μετά τους φονικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, με περισσότερους από 50.000 νεκρούς και τρία εκατομμύρια εκτοπισμένους.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν στον 74χρονο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ελαφρύ προβάδισμα έναντι του 69χρονου Ερντογάν. Αν κανένας υποψήφιος, όπως είναι πιθανό, δεν ξεπεράσει το 50% των ψήφων, θα διεξαχθεί δεύτερος γύρος την 28η Μαΐου.
Ο Ερντογάν, ιδρυτής του ισλαμιστικού κόμματος AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), ηγείται της Τουρκίας από το 2003, αρχικά ως πρωθυπουργός και από το 2014 ως πρόεδρος, και μέσα σε δύο δεκαετίες μεταμόρφωσε την πατρίδα του «από κοσμικό κράτος σε συντηρητική ισλαμική δημοκρατία, μετατρέποντας τον θρησκευτικό ζήλο σε έναν από τους πυλώνες της ισχύος του», όπως γράφει σε ανάλυση της η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera.
Χαρακτηρίζοντας τον τούρκο ηγέτη «μαέστρο των προεκλογικών εκστρατειών», στις οποίες χρησιμοποιεί κρατικά κονδύλια προς όφελός του, αλλά και «σπουδαίο ρήτορα», η ιταλίδα δημοσιογράφος σημειώνει πως ο Ερντογάν έχει καταφέρει να ασκεί έως σήμερα απόλυτο έλεγχο στη χώρα του, «καταστέλλοντας πολιτικούς αντιπάλους, παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και χαλιναγωγώντας τα μέσα ενημέρωσης».
Οσον αφορά τον Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος υποστηρίζεται από έναν συνασπισμό έξι κομμάτων και χαίρει της υποστήριξης του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, «είναι γνωστός για την ακεραιότητά του και τις μάχες του κατά της διαφθοράς».
Πέρα, όμως, από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο υποψηφίων για την προεδρία της Τουρκίας, είναι αλήθεια πως για πρώτη φορά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κινδυνεύει πραγματικά να απολέσει την εξουσία, γεγονός που εξηγεί γιατί αναζητά παντού υποστηρικτές, με την Ελενα Τεμπάνο να εστιάζει την προσοχή της στους Τούρκους της Γερμανίας.
Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζουν περίπου τρία εκατ. άνθρωποι τουρκικής καταγωγής, 1,5 εκατ. εκ των οποίων έχουν δικαίωμα ψήφου στις επικείμενες τουρκικές εκλογές, ενώ από την ερχόμενη Πέμπτη έως την 9η Μαΐου θα μπορούν δηλώσουν την προτίμησή τους στο πλαίσιο πρόωρης ψηφοφορίας.
«Ο Ερντογάν διεξάγει προεκλογική εκστρατεία και στη Γερμανία: οι 25 αφίσες του AKP που εμφανίστηκαν στη Νυρεμβέργη με τη φωτογραφία του και τη φράση “Dogru zaman, dogru adam” (“Σωστή ωρα, σωστός άνθρωπος” στα τουρκικά) προκάλεσαν αντιδράσεις. “Ο Ερντογάν και το AKP είναι αντιδημοκρατικοί” έγραψε στο Twitter ο πρώην βουλευτής των Πρασίνων και ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Βόλκερ Μπεκ, επικρίνοντας τις αφίσες» αναφέρει ενδεικτικά η δημοσιογράφος της Corriere.
Το ότι οι δεσμοί των Τούρκων της Γερμανίας με τον Ερντογάν είναι ιδιαίτερα ισχυροί, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2018 ο τούρκος πρόεδρος είχε φωτογραφηθεί με τους γερμανούς (τουρκικής καταγωγής) διεθνείς ποδοσφαιριστές Μεζούτ Οζίλ και Ιλκάι Γκουντογκάν, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη Γερμανία, με τον Ράινχαρντ Γκρίντελ, τότε πρόεδρο της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, να αναγκάζεται να διευκρινίσει πως «οι αξίες μας δεν είναι οι αξίες του Ερντογάν και δεν είναι καλό που δύο παίκτες της εθνικής μας ομάδας αφήνονται να χειραγωγούνται στο πλαίσιο της εκστρατείας του».
Η υποστήριξη που απολαμβάνει ο Ερντογάν μεταξύ των Τούρκων της Γερμανίας εδράζεται σε δύο δεδομένα: «Την ιστορική δυναμική της τουρκικής μετανάστευσης και την προδομένη ενσωμάτωση», όπως είπε στην Süddeutsche Zeitung, ο κοινωνικός ψυχολόγος Χατσί-Χαλίλ Ουσλουτζάν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ-Εσσης, όπου διευθύνει το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών και Ερευνών για την Ενσωμάτωση.
«Διαφορετικές ομάδες έχουν μεταναστεύσει από την Τουρκία σε διαφορετικές χώρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ μόνο το 18-20% ψηφίζει τον Ερντογάν, γιατί εκεί έχουν πάει κυρίως φοιτητές και ακαδημαϊκοί. Αυτοί είναι πιο αριστεροί ή φιλελεύθεροι ψηφοφόροι. Η Σουηδία, από την άλλη πλευρά, έχει υποδεχθεί πολλούς κούρδους πρόσφυγες και μεταξύ των τουρκικής καταγωγής πολιτών το κουρδικό HDP είναι εξίσου ισχυρό με το AKP» εξήγησε.
Οσον αφορά τους Τούρκους της Γερμανίας, «το πρώτο κύμα των λεγόμενων gastarbeiter (φιλοξενούμενος εργάτης) προέρχονταν κυρίως από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας και την Ανατολία. Αυτός ο πληθυσμός ήταν λιγότερο μορφωμένος, καταγόταν συχνά από την ύπαιθρο και ήταν έντονα συντηρητικός. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν πολύ τις παραδοσιακές και θρησκευτικές αξίες, ακόμα και σήμερα» εξηγεί.
Στις εκλογές του 2018 (της χρονιάς του «ατυχήματος» με τον Οζίλ και τον Γκουντογκάν) ο Ερντογάν εκλέχτηκε με ποσοστό 52.59% στην Τουρκία, ενώ στη Γερμανία έλαβε άνω του 60% – έως και 75% στη Ρουρ, την πρώην βιομηχανική περιοχή της πρώην Δυτικής Γερμανίας, όπου έφτασαν οι πρώτοι τούρκοι (και όχι μόνο) gastarbeiter τη δεκαετία του 1960.
Ο δεσμός των Τούρκων της Γερμανίας με τον Ερντογάν ενισχύεται και από τις διακρίσεις –καταρχήν ιδεολογικές– που υφίστανται ακόμη στη Γερμανία. Οπως εξήγησε ο καθηγητής Ουσλουτζάν, «όσο πιο αδικημένοι και περιθωριοποιημένοι αισθάνονται οι άνθρωποι (με καταγωγή από το εξωτερικό) στη χώρα όπου ζουν, τόσο πιο πιθανό είναι να στραφούν στη χώρα καταγωγής τους ή στην πατρίδα των γονιών τους».
Πρόκειται για μια τάση που στη Γερμανία ενισχύθηκε την τελευταία δεκαετία, όπως δείχνουν μελέτες του Κέντρου Τουρκικών Σπουδών και Ερευνών για την Ενσωμάτωση. «Η διάθεση άρχισε να αλλάζει από το 2010. Εκτοτε, το ποσοστό των τουρκικής καταγωγής πολιτών που αισθάνονται δεμένοι με τη χώρα μειώνεται, ενώ αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν πατρίδα τους μόνο την Τουρκία» εξήγησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ντούισμπουργκ-Εσσης.
Η σύσφιξη των δεσμών των τουρκικής καταγωγής Γερμανών με την Τουρκία και η παράλληλη αποξένωσή τους από τη Γερμανία οφείλεται καταρχάς σε συγκεκριμένες πολιτικές τάσεις, κυρίως όσον αφορά την ενσωμάτωση των πολιτών με καταγωγή από το εξωτερικό, ειδικά των μουσουλμάνων. «Αυτοί οι άνθρωποι συχνά βιώνουν τη σχετική συζήτηση στη Γερμανία ως μια άρνηση. Τα γερμανικά παράπονα για την υποτιθέμενη αποτυχία της ενσωμάτωσης περιστρέφονται πάντα γύρω από τους “Τούρκους” και τους “μουσουλμάνους”. Η επιτυχία της ύπαρξης μιας τουρκικής μεσαίας τάξης στη Γερμανία περνά σχεδόν απαρατήρητη», σημείωσε ο Ουσλουτζάν.
Αρνητικά επέδρασε τα προηγούμενα χρόνια και η εγκληματική δράση της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης NCU, μέλη της οποίας από το 2000 έως το 2006 σκότωσαν εννέα μετανάστες/Γερμανούς με καταγωγή από το εξωτερικό, κυρίως από την Τουρκία, στο πλαίσιο των αποκαλούμενων –έως και ρατσιστικά– από τα γερμανικά μέσα «δολοφονιών-κεμπάπ». Επειτα, στην εδραίωση μιας «αντιτουρκικής και αντιμεταναστευτικής στάσης» στη Γερμανία συνέβαλε η άνοδος του ακροδεξιού και ξενοφοβικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Η στροφή στην τουρκική ταυτότητα είναι ιδιαίτερα έντονη κυρίως μεταξύ των νέων γενιών τουρκικής καταγωγής Γερμανών. «Οι κοινωνιολόγοι το αποκαλούν “παράδοξο της ενσωμάτωσης”. Η γηραιότερη γενιά είναι αντικειμενικά λιγότερο ενταγμένη, αλλά συγκρίνει τη ζωή της στη Γερμανία με εκείνη που είχε στην Τουρκία. Αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν σεμνά στο περιθώριο και η ουσία είναι: “Τελικά είναι καλύτερα εδώ παρά στην πατρίδα”. Οι νέοι έχουν διαφορετική αντίληψη: ο 13χρονος Μεχμέτ από την Εσση δεν συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μεχμέτ στην Ανατολία, αλλά με τον Σεμπάστιαν, με την Κάτια. Ο Μεχμέτ από την Εσση θέλει να έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες με τους Γερμανούς. Οταν όμως υφίσταται άνιση μεταχείριση, επαναστατεί. Αυτό είναι το παράδοξο: αυτή η νέα γενιά είναι αντικειμενικά καλύτερα ενταγμένη, αλλά υποκειμενικά αισθάνεται αποκλεισμένη», ανέφερε ο Ουσλουτζάν. Και αν δεν απολαμβάνει «αυτό που υπόσχεται το γερμανικό σύνταγμα: ίση μεταχείριση», αισθάνεται προδομένη από τη Γερμανία και απομακρύνεται, αποξενώνεται από αυτήν.
Ωστόσο, οι ψήφοι των Τούρκων της Γερμανίας δεν αρκούν για να γλιτώσει την πιθανή (περισσότερο από κάθε άλλη φορά) ήττα στις επικείμενες εκλογές ο Ερντογάν. Καταρχάς, γιατί κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να τον ψηφίσουν όλοι όσοι θα τον ψήφιζαν εάν δεν είχαν συμβεί οι δυο φονικοί σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου. Αρκετοί απογοητεύτηκαν, όπως οι συγγενείς τους στην Τουρκία, από τη διαχείριση της ανείπωτης καταστροφής, και δεν θεωρούν πλέον τον Ερντογάν ισχυρό ηγέτη, τουλάχιστον όσο τον θεωρούσαν στο παρελθόν.
Επιπλέον, «μόνο στην Τουρκία έχουμε σχεδόν 61 εκατ. πιθανούς ψηφοφόρους. Ακόμη και αν όλοι οι Τούρκοι της Γερμανίας πήγαιναν στις κάλπες και ψήφιζαν όλοι τον Ερντογάν, θα ήταν λιγότεροι από το 3% του εκλογικού σώματος», είπε ο διευθυντής του Κέντρου Τουρκικών Σπουδών και Ερευνών για την Ενσωμάτωση στο Πανεπιστήμιο του Ντούισμπεργκ- Εσσης.
Σύμφωνα, όμως, με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όπως αυτή που επικαλείται σε δημοσίευμά του το Al Monitor, το προβάδισμα του Κιλιτσντάρογλου έναντι του Ερντογάν κυμαίνεται γύρω στο 3%. Οπότε, οι ψήφοι των Τούρκων, όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά του εξωτερικού γενικότερα, θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News