Αθήνα, ώρα 9 μ.μ., οδός μιας πιθανής πραγματικότητας. Στον δρόμο για το σπίτι, εκείνος βιαστικός να προλάβει να τρυπώσει στην ώρα του σε ένα ακόμη γιορτινό σκηνικό παρέα με όλους αυτούς που θέλει ή και δεν θέλει αλλά πρέπει να δει, να φορέσει τα καλά του, να αγκαλιάσει με την καρδιά του, να χαρεί, να συγκινηθεί ίσως και να πιεστεί για να χωρέσει την υποχρέωση και τα πραγματικά του θέλω στο συνταίριασμα πολλών και διαφορετικών απαιτήσεων, θεατής, ηθοποιός ή και κομπάρσος όμως και ρόλοι συνειδητοί όπως αυτοί του πατέρα, του εραστή, του φίλου, της γιαγιάς, του παππού όλοι γύρω από το τραπέζι αλλά και γύρω από ασυνείδητες φαντασιακά ρεαλιστικές σκέψεις για τη ζωή που περνά, για τους ανθρώπους που ακουμπά και για τα έσω θέλω που ίσως και να ξεχνά.
Εκείνη διασχίζει τον παράλληλο δρόμο της οδού μιας ενδεχόμενης αυθεντικότητας. Σιωπηλή και κουλουριασμένη στο πολυφορεμένο μαύρο της παλτό, με βήματα αργά, δεν βιάζεται να πάει κάπου, δεν την περιμένει πλέον κάποιος, κανένα γιορτινό κάλεσμα δεν δυναμιτίζει πλέον τα βήματα της τόσο ώστε να της δίνει φόρα για μια κάποια ορμή και εγρήγορση να προλάβει να βιώσει μια επαναλαμβανόμενη γιορτινή χαρά. Μοναξιά και μοναχικότητα, άνθρωποι που έφυγαν και άφησαν το κενό ακάλυπτο αλλά και εκείνοι που υπάρχουν αλλά δεν βρίσκονται κοντά μας με τη δυνητική μορφή και το ρόλο που θα θέλαμε να τους δώσουμε. Το φλερτ με την απώλεια και την μνήμη θα βρίσκει πάντα το χώρο του μέσα μας και ο μόνος τρόπος να αποδεχτείς το φλερτ που σε πονά όταν δεν υπάρχει μια πιθανή απόκριση και ανταπόκριση από τον αγαπημένο σου είναι να μάθεις να συμφιλιώνεσαι με την σιωπή του που ίσως είναι και ένας πιθανός τρόπος να σε μάθει να τον ακούς αλλιώς.
Εκείνο το βράδυ σε ένα μικρό οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της Αθήνας βρέθηκαν άνθρωποι με πολλές και διαφορετικές πραγματικότητες σε πολλούς παράλληλους δρόμους. Πρόσωπα χαμογελαστά αλλά και σκυθρωπά, άνθρωποι σε σχέσεις τραυματικές και επίπονες, τσέπες που κουβαλούσαν μονάχα το γκλινγκ γκλαν από κάτι ψιλά, αλλά και κασμιρένια πράσινα γιορτινά παλτό, σακούλες με φούξια κορδέλες αλλά και χέρια που κρατούσαν το χάρτινο μουσκεμένο ποτήρι με τον κόκκινο Άγιο να φιγουράρει για να τους θυμίζει το ψυχανέμισμα ενός γιορτινού πνεύματος που το κρατούσαν στη θέρμη ενός καφέ και μόνο. Άνθρωποι στο δρόμο τυλιγμένοι σε καφέ κουβέρτες και πλαστικά κυπελάκια εμπρός τους με σεντς να περιμένουν την επίγεια σωτηρία, ζευγάρια ερωτευμένα, μεθυσμένες παρέες, γέλια δυνατά αλλά και ηλικιωμένους που με τα βίας στέκονται όρθιοι.
Εκείνο το βράδυ το πάντρεμα της γιορτής με την ευτυχία ήταν για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά κάτι απλά σχετικό. Ο ρεαλισμός της ζωής άλλωστε θα παντρεύει πάντοτε το άσπρο και το μαύρο, και στο ενδιάμεσο αυτού του δίπολου εμείς οι θνητοί θα ζούμε τη διαλεχτή ζωή μας με τα απίθανα σενάρια που θα μας βγάζει κάθε φορά από το σάκο του ως αν δώρα ο Άγιος.
Αθήνα 2022. Χριστούγεννα. Φώτα αναμμένα και όλα είναι πιθανά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News