Ας πούμε ότι νωρίς το πρωί κάποιος άγνωστος (ή ο Βαρουφάκης) μου χτυπούσε το κουδούνι και μου παρέδιδε ένα στικάκι μέσα στο οποίο ήταν (αποδεδειγμένες) μαγνητοφωνήσεις κάποιων συνεδριάσεων του Eurogroup του 2015. Ας πούμε δηλαδή ότι βρισκόμουν στη θέση του Τασούλα, όχι πάνω στο Προεδρείο της Βουλής και με γραβάτα, αλλά μπροστά στην εξώπορτά μου και με την τσίμπλα στο μάτι. Τι θα έκανα ως δημοσιογράφος; Θα τις δημοσιοποιούσα;
Προφανώς, προφανέστατα. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν ή μάλλον (για να μην παριστάνω αυθαιρέτως τον εκπρόσωπο των πολιτών) οι δημοσιογράφοι δεν έχουν δικαίωμα να κρύβουν τίποτα, εκτός κι αν αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Καμιά ηθική, φιλική, κοινωνική, πολιτική ή εθνική δικαιολογία δεν είναι επαρκής ώστε να κάνει τον δημοσιογράφο να κρύψει πληροφορία που περιήλθε στην κατοχή του και που κατά την πεποίθησή του έχει δημόσιο ενδιαφέρον.
Το ζήτημα αυτό έχει λυθεί οριστικά εδώ και πολλές δεκαετίες, πήρε δε εκρηκτικές διαστάσεις στην Αμερική την περίοδο του Βιετνάμ, αλλά και στη Γαλλία, την περίοδο που προηγήθηκε της απελευθέρωσης της Αλγερίας από τα αποικιοκρατικά δεσμά του Παρισιού. Τότε που οι κρατικές υπηρεσίες και οι εθνικόφρονες των μητροπόλεων αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη στάση δημοσιογράφων και εφημερίδων που αντί να καλύπτουν και να υποβοηθούν τη μητέρα-πατρίδα τους, δεν δίσταζαν να αποκαλύπτουν τις βρώμικες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν στους πολέμους τους. Ο ίδιος εκρηκτικός δημόσιος διάλογος έγινε και στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1980-90, για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιεύονται οι προκηρύξεις της «17Ν» ύστερα από κάθε φόνο.
Ο λόγος που καταλήγουμε στη δημοσιοποίηση είναι πολύ απλός. Αν αποδεχτούμε ότι υπάρχει δικαιολογία ικανή να κάνει τον δημοσιογράφο να κρύψει μια πληροφορία ή κάποιο ντοκουμέντο, αντιστοίχως υπάρχει και δικαιολογία που θα τον κάνει να γράψει ψέματα ή να χρησιμοποιήσει κατασκευασμένο ντοκουμέντο. Οταν στη θέση της ελευθεροτυπίας μπει η συνταγή «ο σκοπός (εθνικός, ταξικός, πολιτικός) αγιάζει τα μέσα», τότε η δημοσιογραφία αφήνει την τελευταία της πνοή, δίνοντας τη θέση της στην προπαγάνδα.
Μη συγχέετε αυτή την πάγια αντίληψη για το δημοσιογραφικό λειτούργημα με διάφορες χολιγουντιανές ταινίες στις οποίες μανιακοί αριβίστες τηλεδημοσιογράφοι πατάνε επί πτωμάτων για μια «επιτυχία». Επίσης, μην τσιμπάτε σε διάφορες ηρωοποιημένες εκδοχές του δημοσιογραφικού επαγγέλματος που βλέπουμε σε άλλες ταινίες, όπου ατρόμητοι γραφιάδες αποκαλύπτουν την κοινωνική σαπίλα, αδιαφορώντας αν παίζουν το κεφάλι τους κορόνα-γράμματα. Και οι δύο εκδοχές υπάρχουν ασφαλώς κάπου στον κόσμο, όμως ο συνήθης μέσος δημοσιογράφος κατατρύχεται από απλούστερα και λιγότερο δραματικά διλήμματα.
Κάποια από αυτά, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν: «Δημοσιοποιώ το παρανόμως ληφθέν υλικό Βαρουφάκη ή όχι;». «Κι αν το δημοσιοποιήσω, κινδυνεύω να πάω φυλακή ή να φάω πρόστιμο;». «Αν το κάνω, μετατρέπομαι σε μαριονέτα μιας καταφανώς σκόπιμης επικοινωνιακής τακτικής του Γιάνη ή αυτό δεν με απασχολεί διόλου;». «Δημοσιοποιώντας το, παίζω το πολιτικό παιχνίδι κάποιου κόμματος και ποιου;». «Μετά από πέντε χρόνια, έχει κάποιο ουσιώδες νόημα η δημοσιοποίησή του ή τροφοδοτώ μια βλαπτική για όλους μας επιστροφή σε πάθη του παρελθόντος;». «Δημοσιεύοντάς το, κάνω ρεπορτάζ ή γράφω Ιστορία; Διότι με άλλη μέθοδο δίνεται το ρεπορτάζ και με άλλη γράφεται η Ιστορία».
Σε όλα αυτά, η άποψή μου είναι ξεκάθαρη. Αυτοί που θα γίνουν κοινωνοί των πληροφοριών θα κρίνουν και την αξία τους και την ειδική ή γενικότερη σημασία τους. Εγώ δεν έχω δικαίωμα να αποφασίσω εκ των προτέρων. Δεύτερον, το ηθικό και το νόμιμο της απόκτησης των στοιχείων αφορά πρωτίστως αυτόν που τα πήρε και δευτερευόντως αυτόν που τα δημοσιοποιεί. Μην σας ξενίζει αυτή η θέση.
Ο νόμος και οι εσωτερικοί επαγγελματικοί κανονισμοί απαγορεύουν αυστηρά σε έναν στρατιωτικό, έναν αστυνομικό, έναν δικαστή ή έναν κρατικό οικονομικό υπάλληλο να αφήσουν να διαρρεύσουν στοιχεία που αφορούν τη δράση των υπηρεσιών τους. Ο δημοσιογράφος, αντιθέτως, είναι υποχρεωμένος από τη φύση της δουλειάς του να ψάχνει αυτό το υλικό για να το δημοσιοποιήσει. Κατ’ ουσίαν, κάθε αξιοπρόσεκτη πληροφορία που φτάνει στα χέρια του είναι παράνομη ή στα όρια της παρανομίας. Γι’ αυτό άλλωστε σε όλα τα δημοκρατικά κράτη είναι νομικά κατοχυρωμένη η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών. Βεβαίως, οι κρατικές υπηρεσίες και κατά περίπτωση οι δικαστές δεν έχουν την ίδια άποψη, γι’ αυτό συχνά την πληρώνουν και όσοι δημοσιοποιούν παρανόμως κτηθείσες πληροφορίες.
Σε ζητήματα που ο δημόσιος λειτουργός θεωρεί ηθικώς αμφιλεγόμενα, μπαίνοντας στο δίλημμα αν προηγείται ο νόμος της ηθικής (οπότε τα κρατά κρυφά) ή η ηθική προηγείται του νόμου (οπότε τα δημοσιοποιεί), δικαιούται να ταλανίζεται. Για τον δημοσιογράφο που θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά του, η ουσία προηγείται de facto του τύπου, δεν υπάρχει δίλημμα. Αλλιώς δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Το κοινό που θα λάβει τις πληροφορίες αυτές, θα κρίνει τελικά αν αυτός που υπέκλεψε τις πληροφορίες έπραξε ηθικά. Δεν μπορεί όμως να κρίνει αυτόν που τις δημοσιοποίησε. Αυτός έτσι έπρεπε να πράξει, αυτή ήταν η αποστολή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News