1049
|

‏Η γιαγιά της 28ης Οκτωβρίου

Γεωργία Πανοπούλου 28 Οκτωβρίου 2014, 00:47

‏Η γιαγιά της 28ης Οκτωβρίου

Γεωργία Πανοπούλου 28 Οκτωβρίου 2014, 00:47

Φέτος είναι η πρώτη 28η Οκτωβρίου χωρίς τη γιαγιά μου, Γεωργία Χατζηαναστασίου. Σχεδόν κάθε χρόνο αυτή την ημέρα, η γιαγιά ήταν καλεσμένη στην επετειακή εκπομπή της ΕΤ3 για να διηγηθεί τις μνήμες της από τον πόλεμο και την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Κεντρικό σημείο στη διήγησή της ήταν πάντα το επιτυχημένο σαμποτάζ που έκανε ο παππούς Πέτρος στις αρχές του 1943 στις γεννήτριες που παρείχαν ρεύμα στην πόλη, ώστε να μην μεταδοθεί προγραμματισμένος λόγος του Χίτλερ από τα μεγάφωνα. Γυρνούσε μετά από το στούντιο και τη σταματούσαν οι γείτονες, «Σας είδαμε κυρία Γεωργία, να σας κεράσουμε καφέ;» Για λίγες εβδομάδες ήταν το talk of the town στη λαϊκή της γειτονιάς, ακριβώς κάτω από το σπίτι της. Παλαιοί της συμμαθητές και γείτονες την αναζητούσαν για να θυμηθούν τα παλιά.

Παρόλο που ήταν αριστεροί και από αριστερές οικογένειες -γονείς, αδέλφια, όλοι- ο παππούς και η γιαγιά δεν ήταν ποτέ μέλη του ΚΚΕ. Η οικογενειακή ιστορία καταγράφει ότι η μαμά της γιαγιάς, η προγιαγιά μου Βιργινία, είχε πάρει τα τρία παιδιά της, είχε πάει να βρει τον εξόριστο σύζυγό της Χρήστο στο νησί και τον πίεσε να υπογράψει δήλωση φρονημάτων, ώστε να επιστρέψει στην οικογένεια. Δεν θα με αφήσεις μόνη μου με τρία παιδιά, του είπε, για την ιδεολογία. Την ιδεολογία την στηρίζεις καθημερινά με τις πράξεις σου. Την κάνεις πράξη με τις αρχές που δίνεις στα παιδιά σου. Άτιμο είναι να παρατήσεις την οικογένειά σου, όχι να υπογράψεις ένα χαρτί που δεν πιστεύεις για να στηρίξεις την οικογένεια και να μπορείς, αντί να πεθάνεις για τα πιστεύω σου στην εξορία, να τα μεταδώσεις ειρηνικά στα παιδιά σου και στην κοινωνία.

Ο προπαππούς Χρήστος φυσικά στιγματίστηκε. Τον αποξένωσαν, τον λοιδόρησαν. Αλλά έμεινε με την οικογένειά του και ποτέ δεν εγκατέλειψε τις αρχές του παρά την πικρία – και απέναντι στην προγιαγιά Βιργινία.

Επιστρέφω στον παππού Πέτρο. Υπηρέτησε στον στρατό ξηράς το 1936. Το 1939 κλήθηκε άλλους έξι μήνες για να μετεκπαιδευτεί στα νέα όπλα. Το 1940 επιστρατεύτηκε και πήγε στην πρώτη γραμμή στην Αλβανία, από όπου γύρισε πεζή, όταν πλέον είχε πέσει το μέτωπο. Πολλά χρόνια αργότερα, ταξιδεύοντας με τη γιαγιά στο Μιλάνο, τον είδε και τον αγκάλιασε ένας Ιταλός («Σιόρ Πέτρο! Σιόρ Πέτρο!») του οποίου ο παπούς είχε σώσει τη ζωή στην Αλβανία.

Μετά το σαμποτάζ στις γεννήτριες, έφυγε οριστικά στο βουνό το 1943, από όπου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωση και κλήθηκε να υπηρετήσει στον τακτικό στρατό. Ο ίδιος προτιμούσε να μας διηγείται ιστορίες από το αλβανικό μέτωπο -οι ιστορίες από τον στρατό του παπού ήταν πραγματικές ιστορίες πολέμου- όμως η γιαγιά, που τότε ήταν μητέρα δύο μικρών παιδιών χωρίς να έχει κλείσει η ίδια ακόμα τα είκοσι, στεκότανε σε αυτή την περίοδο. Μας έλεγε πώς, επειδή ο παπούς ήταν σταμπαρισμένος ως αριστερός, τον τοποθετούσαν πάντα σε ιδιαίτερα επικίνδυνα πόστα: να φυλάει προβολείς, να προπορεύεται για να ανιχνεύει νάρκες -θέσεις που τον καθιστούσαν στόχο εύκολο, ως «αναλώσιμο αριστερό». Μεθούσαν πρώτα ο παππούς και οι άλλοι σταμπαρισμένοι και μετά ανέβαιναν στα τζιπ για την ανίχνευση. Αποστρατεύτηκε οριστικά το 1949, έχοντας περάσει σχεδόν δεκατρία χρόνια στρατιώτης.

Το στίγμα του αριστερού τού έμεινε. Όταν συνταξιοδοτηθηκε τη δεκαετία του ´70, στο χαρτί απονομής της σύνταξης έγραφε «ειδική μεταχείριση» και του απονεμήθηκε η χαμηλότερη σύνταξη που υπήρχε, παρά το ότι ήταν αρχιμηχανικός στο εργοστάσιο της Αλλατίνη, καλά αμειβόμενος και δικαιούταν πολύ υψηλότερη σύνταξη. Η μακροχρόνια δικαστική διαμάχη δεν απέδωσε πριν τον θάνατο και των δύο και το χαρτί της ειδικής μεταχείρισης παραμένει ως οικογενειακό κειμήλιο.

Η γιαγιά Γεωργία, που μας πήγαινε στην παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, που μας τραγουδούσε τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο κάθε 28η Οκτωβρίου και το «νάνι νάνι» όταν ήμασταν παιδιά για να να κοιμηθούμε, δεν είχε δική της «ιστορία». Ήταν σύζυγος, μητέρα, γιαγιά, προγιαγιά, αδερφή, η ζωή της για εκείνη είχε νόημα και ήταν γεμάτη από τις ζωές της οικογένειάς της. Νύφη στα δεκαέξι με τη θέλησή της, γέννησε μόνη της το πρώτο παιδί στο νοσοκομείο στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη και η πεθερά της (με την οποία έμενε μέχρι τον θάνατό της!) το κατάλαβε αφού έλλειπε δύο μέρες από το σπίτι. Αφιερώθηκε στις ζωές των άλλων η γιαγιά και τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να καταλάβει εμάς τους νεότερους, που επιμέναμε να μένουμε μόνοι μας («μα είναι δυνατόν να μένετε ένας άνθρωπος και σπίτι;!») που δεν μαγειρεύαμε κάθε μέρα αλλά και δεν υποχρεώναμε τους «μουσαφίρηδες» να φάνε κάτι αν δεν ήθελαν («βάλε του κι ένα κομμάτι τυρόπιτα με τον καφέ»/«μα δε θέλει είπε γιαγιά!»/«τι σημαίνει δε θέλει; είναι ντροπή να μην τον φιλέψουμε, πού τα μάθατε αυτά τα πράγματα απορώ, από εμάς πάντως σίγουρα όχι!»), που δεν είχαμε ανοικτό σπίτι να περάσει όποιος θέλει στη γιορτή μας (το δικό της σπίτι ήταν πάντα γεμάτο τις ημέρες γιορτής), που δεν αντιμετωπίζαμε την οικογένεια ως ένα σύνολο αλλά διεκδικούσαμε μια αυτονομία και αυθυπαρξία αδιανόητες για εκείνη, που δεν ξέραμε όλοι και την πιο μικρή ανθυπολεπτομέρεια της ζωής των άλλων («σαν ξένοι είστε εσείς παιδί μου…»). Για πολλά πράγματα η γιαγιά δεν καταλάβαινε πώς ακόμα κι εγώ, που στο κάτω κάτω είχα και το όνομά της (!) είχα τόσο διαφορετικές απόψεις από εκείνη. Ούτε εγώ την καταλάβαινα είναι αλήθεια.

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ποτέ δεν επεδίωξα μία θέση στο Δημόσιο «για σιγουριά»· έχω χάσει το μέτρημα του πόσες φορές μου είπε να «κάνω τα χαρτιά μου». Αυτό το Δημόσιο που εξάντλησε κάθε δικαστικό μέσο για να την αφήσει με μία σύνταξη 120 ευρώ, που την υποχρέωνε να παρακαλάει στα 80 της στα ιατρεία του ΙΚΑ να της γράψουν τα φάρμακά της, αν δεν έπεφτε πάνω σε απεργία. Αυτό το Δημόσιο ο γιατρός του οποίου την έβγαλε από το χειρουργείο γιατί δεν είχε δώσει φακελάκι.

Πάντα την έπαιρνα τηλέφωνο όταν μαγείρευα, ακόμα θέλω να την πάρω όταν φτιάχνω γεμιστά. Στο τηλέφωνο υπάρχει ακόμα η μνήμη «γιαγιά», κι ας έχουμε διακόψει τη σύνδεση. Όσες φορές και να τη ρωτούσα για ένα μπαχάρι στη βασιλόπιτα, για τη μπεσαμέλ στο παστίτσιο, για την ντοματόσουπα με κριθαράκι, δεν βαριόταν να τα ξαναλέει κι εγώ να τα ακούω. Η γιαγιά έδινε οδηγίες για προχωρημένους: «ένα φλυτζάνι», «θα το δείς με το μάτι πόσο χρειάζεται, θα το καταλάβεις», «το καλό βούτυρο», «όταν αρχίσει να δένει».

Η γιαγιά Γεωργία μεγάλωσε δύο παιδιά κι έξι εγγόνια, χάρηκε πέντε δισέγγονα. Οι μεγαλύτεροι είχαμε σχεδόν βαρεθεί να τη βλέπουμε στην επετειακή εκπομπή της ΕΤ3 για την 28η Οκτωβρίου. Σήμερα θα ήθελα πολύ να την ξαναέβλεπα.


*Η Γεωργία Πανοπούλου είναι ιδιωτική υπάλληλος, εκπρόσωπος Τύπου της Δράσης.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...