Ε, όχι και κρητική μουσική από την Κόλαση. Cretan Music From Hell. «Δεν έχεις ακούσει ακόμη το δίσκο μας», μου λέει ο λαουτιέρης των Balothizer (από τις μπαλοθιές;) Νίκος Ζιάρκας. Με νόημα. Πάντως, το σωστό να λέγεται. Δεν ευθύνεται το δυναμικό μετα-πάνκ (αν θέλετε) τρίο, το power trio που δρέπει δάφνες στο Λονδίνο και ψηφίζει αναφανδόν την κρητική μουσική, για αυτόν τον υπότιτλο. Οι λονδρέζοι – και λοιποί – φαν τους το κοτσάρισαν δίπλα στο Balothizer. Καθώς το τρίο είχε τη δική του ιστορία (κυρίως στα λάιβ) και δεν έσπευσε κανείς να το γράψει στους λονδρέζικους τοίχους με μπογιά. Όμως φαίνεται πως οι Balothizer ήρθαν για να μείνουν κι ας βγάζουν μόλις τώρα το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ, «Balothizer: Vol. 1». Αυτό, που ένα μόλις υπονοούμενο μου το χαρακτήρισε ο Νίκος Ζιάρκας.
Αντιλαλούν ακόμη τις δυναμικές βραδιές τους μουσικοί χώροι στο Λονδίνο και αλλού. Αντιλαλούν και οι πλαγιές της Ζήρειας, στο περίφημο φεστιβάλ της οποίας αναμετρήθηκαν – το αποκαλόκαιρο – με τα βουνά και το φανατικό κοινό, ακουσμάτων σαν το δικό τους και μιας φρεσκάδας σε ό,τι ελληνικό ροκ ή πανκ ή μετα-ροκ ή μετα-πάνκ ή πειραγμένο παραδοσιακό.
Είχε τη δική του ιστορία, είπαμε. Όπως και ο καθένας από τους τρεις, όσο να φτάσουμε στο Harringay όπου, κατά κάποιον τρόπο, είναι σήμερα η έδρα τους. Τόπος με φημισμένο πανεπιστήμιο και ανάλογο κόσμο.
Πρώτος, ο Νίκος Ζιάρκας. Γιός ενός Γιαννιώτη και μιας Καρπαθιώτισσας, που μεγάλωσε στη Ρόδο. Και στα πανηγύρια της Καρπάθου. Μέχρι που η μητέρα του του αγόρασε μια συλλογή του Ψαρονίκου και έπαθε… Ξυλούρη. Και κρητική μουσική. Και έμεινε εμβρόντητος, στα εφτά του ακόμη, από εκείνο το ταξίμι στο λαούτο. Και αναφώνησε: «Μάνα, αυτό θέλω». Ποιο αυτό; Μα όλο; Το ταξίμι, το λαούτο, τον ήχο του Ξυλούρη, την κρητική μουσική λεβεντιά. Ξεκίνησε όμως με μαντολίνο. Το λαούτο του έπεφτε μεγάλο για το μικρό μπόι του (ακόμη).
Έλα όμως που έπεσε – ναι, ακόμη και στη Ρόδο – και σε καλό δάσκαλο. Το Γιώργο Παραγιό, ιστορικό λυράρη, μαθητή του μεγάλου μάστορα Κώστα Μουντάκη, από την Αλφά Μυλοποτάμου. Και εκείνο το θέλω έγινε μεγάλο και τρανό. Και δυναμικό, επίσης. Πάνω που ο μεγάλος αδελφός του Νίκου έφυγε για σπουδές στην Αγγλία, τον ακολούθησε. Όλα ξεκίνησαν χαλαρά και έφτασε να σπουδάζει τζαζ και κιθάρα στο Middlesex. Και να παίζει κιθάρα πρώτα με τους Valia Calda, μπαίνοντας στα βαθιά νερά της πειραματικής τζαζ…
Είπαμε για τον 25χρονο σήμερα λαουτιέρη της παρέας και το κρητικό θέλω του. Δεν είπαμε όμως ακόμη για τον μπασίστα και βασικό τραγουδιστή του power trio. Τον 32χρονο Παύλο Μαυροματάκη, που μοιράζεται και ένα αντίστοιχο δυναμικό θέλω. Παιδί κωφάλαλων γονέων και μεγαλωμένος με τη γιαγιά του στη Νέα Φιλαδέλφεια, από εκείνη άκουσε τις πρώτες νότες. Σε τραγούδια και ψαλμούς. Και έτσι μπήκε στη μουσική. Και μεγάλωσε μαζί της. Αυτοδίδακτος (σε αρκετά όργανα). Όχι, δεν μεγάλωσε μέσα σε ψαλμούς. Μάλλον σε πανκ και trash metal. Μέχρι που κάποια μέρα κι εκείνος, πριν από 7-8 χρόνια, αποφάσισε να ξεφύγει από κάποια δικά του και βρέθηκε στο Λονδίνο. Εκείνος ήταν που έβαλε και στους Balothizer το Cretan-thrash post-punk στοιχείο, όπως τους το απέδωσαν ως ορισμό οι επαΐοντες περί τη μουσική εκεί στα ξένα. Βέβαια, εκείνος έπαιζε ήδη με τους Electric Litany και τους The Turbans.
Εκεί στα ξένα, που λέγαμε, γνωρίστηκε με το Νίκο Ζιάρκα και αρχικά με έναν Ισπανό ντράμερ έφτιαξαν τους Balothizer, που από το Μάρτιο που μας πέρασε έχει αποκτήσει και το δυναμικό θέλω και τον ήχο του 38χρονου Στιβ Μπόνγκο ή κατά κόσμον Στίβεν Τζ. Πέιν, βέρο Λονδρέζο με μουσική εμπειρία στο πλευρό των Τζουλς Χόλαντ και Χοσέ Φελισιάνο.
Με έναν παράξενο τρόπο όλα ξεκίνησαν για τον Στίβεν απέναντι… στην τηλεόραση, στα έξι του χρόνια. Όταν με ένα παιδικό αρμόνιο, που του είχαν κάνει δώρο, άρχισε να κοπιάρει επίμονα τα τηλεοπτικά τζινγκλάκια. Με το αυτί. Και από τα τζινγκλ των τηλεοπτικών διαφημίσεων μεγάλωσε τις – παιδικές – δουλειές του κοπιάροντας τα τραγούδια από συγκροτήματα που άκουγε στο «Top of the Pops». Αν και έμαθε αρκετά όργανα και άρχισε να διακρίνεται και στη σύνθεση, ήταν σαν να επέλεξε πρώτα τα ρυθμικά ντραμς για τους Calypso Steel Band, στο σχολείο ακόμη. Εκεί άκουσε την Μουσική (έτσι, με Μ κεφαλαίο) να τον καλεί. Άρπαξε και την κιθάρα και το μπάσο και τις παρτιτούρες του, το απόσταγμα των σπουδών του και το μεράκι του και εντάχθηκε, στα 23 του, στην πρώτη του επαγγελματική μπάντα, Future Sound Cartel. Διδάσκοντας όμως παράλληλα μουσική, όπως και ο Νίκος των Balothizer (ίσως ο μοναδικός που διδάσκει λαούτο στα – ξένα – μέρη του). Το βασικό είναι ότι, όπως μου λέει ο λαουτίστας των Balothizer, είναι και οι τρεις «full time μουσικοί». Ζουν από τα λάιβ τους και τα μαθήματα, ίσως και από κάποιες εκδηλώσεις (κυρίως ο Στιβ Μπόνγκο). Ζουν από τη Μουσική, για να μην απεραντολογούμε.
Πώς προέκυψε ο ήχος των Balothizer, τελικά, το 2016; Από όσα μελέτησε και έπαιξε, από την κρητική μουσική, ο Νίκος Ζιάρκας. Από όσα αποτύπωσε θαυμαστά – και σε μουσική και σε στίχους – ο Παύλος Μαυροματάκης, που, όπως μου λέει ο Νίκος (από τη συννεφιασμένη Αγγλία), «το καλό είναι ότι πάντα βάζει κάτι δικό του σε όσα ακούει, αποτυπώνει και αναπαράγει». Για τον Νίκο τα πράγματα ήταν απλώς ένα βήμα. Μια συνάντηση. «Πάντα ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό πάνω στην κρητική μουσική», μου λέει. «Και πάνω στο λαούτο. Δεν το είχα τολμήσει και, μεταξύ μας, δεν το είχα πιστέψει και πολύ. Μέχρι που έπαιξα με τον Παύλο».
Παίζετε πανκ, παίζετε trash τους έλεγαν όσοι τους άκουγαν στα λάιβ τους στην Γηραιά Αλβιόνα. Άλλωστε εκεί είχε ανοίξει δρόμο το πολύ επιτυχημένο πλέον ντούο Xylouris White, από τον δάσκαλο, μάστορα του λαούτου Ψαρογιώργο Ξυλούρη (ανιψιό του Νίκου Ξυλούρη) και τον αυστραλό ντράμερ Τζιμ Γουάιτ, που ήδη παίζουν το τολμηρό μίγμα κρητικής μουσικής και ροκ σε στέκια σε όλο τον κόσμο και σε μεγάλα φεστιβάλ, ενώ απήχηση έχουν και μέσω του YouTube. Όχι ότι δεν έχει ανοίξει δρόμο το – progressive folk / rock – Babel Trio, με έδρα στην Κρήτη, όπως μου θυμίζει ο Νίκος Ζιάρκας. Όπως έχει γραφτεί, τους Balothizer χαρακτηρίζει «o χειμαρρώδης ήχος, ο αντιφασιστικός στίχος και η ωμή σκηνική παρουσία», ενώ βασικές επιρροές τους είναι πέρα από την οικογένεια των Ξυλούρηδων, ο Κώστας Παπαδάκης (Ναύτης) και ο Λεωνίδας Κλάδος, αλλά και μπάντες όπως οι Ozric Tendacles, Earth και Dead Kennedys. Και οι επιρροές, φυσικά, από ντους δύο παραπάνω, που μας έφεραν σε εκείνο τον χαρακτηρισμό της μουσικής τους, που τους χάρισε το ίδιο το κοινό τους: Cretan Music From Hell.
Εκείνοι, απλώς πιστεύουν ότι κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε αν «έπαιρνες έναν λαουτιέρη από τους παλιούς, τον κάρφωνες σε έναν λαμπάτο ενισχυτή και του έβαζες και έναν ντράμερ από πίσω. Δεν θα απείχε πολύ. Απλώς θα έβγαινε αυτή η ροκιά και η αγριάδα, που ήδη υπάρχει».
Πέρα από αυτό, εκείνοι χαίρονται με αυτό που τους συμβαίνει στη σκηνή. Άλλο να το γράφεις και άλλο να το βλέπεις. «Έχουμε πολλή ενέργεια. Μπορεί ο ένας να πέσει κάτω και να παίζει ανάσκελα με φόρα. Ο Στιβ, που έχει απίστευτη ενέργεια», προσθέτει ο Νίκος Ζιάρκας, «παίζει σαν 15χρονος, τόσο δυνατά. Στο Six Dogs έφτασε να κάνει βουτιά στο κοινό. Φτιαχνόμαστε πολύ από αυτό που παίζουμε και από την ενέργειά του».
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στο Manor House / Finsbury Pub του Λονδίνου που έδωσαν το «παρών» στις 11 Ιανουαρίου, ή στην Κρακοβία που παίζουν μέσα στον Ιανουάριο ή στο Φεστιβάλ του Κέμπριτζ που τους έχει καλέσει το Φεβρουάριο και το τουλάχιστον ένα λονδρέζικο λάιβ το μήνα που υποσχέθηκαν στον εαυτό τους ότι θα προγραμματίζουν το 2018. Η Ευρώπη τους καλεί και μάλιστα πολύ. Άλλο αν εκείνοι ονειρεύονται μια ελληνική περιοδεία. Πάντα με «κρητική μουσική από την Κόλαση». Ή, μήπως, όχι από την Κόλαση;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News