Ο Χένρι, ένας από τους πιστοποιημένους οδηγούς των μαύρων ταξί του Λονδίνου, αράζει καθημερινά στο σκουροπράσινο κιόσκι της Ράσελ Σκουέαρ για να απολαύσει αβγά σκραμπλ με λουκάνικα και μια κούπα ζεστό τσάι μαζί με τους συναδέλφους του. «Είμαστε θεσμός βικτοριανός» δήλωσε πρόσφατα στο BBC γεμάτος υπερηφάνεια.
Η ξύλινη καντίνα της Ράσελ Σκουέαρ είναι μία από τις 13 που έχουν απομείνει στο Λονδίνο. Και έχουν κάτι από την εθιμοτυπία των βρετανικών κλαμπ αφού η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε οδηγούς ταξί που έχουν περάσει με επιτυχία το τεστ «The knowledge» (Η γνώση), πράγμα που σημαίνει ότι έχουν απομνημονεύσει κάθε δρόμο, ορόσημο και διαδρομή λονδρέζικη.
Η ιδέα για τις καντίνες προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα, μια ημέρα που ο δημοσιογράφος Τζορτζ Αρμστρονγκ -έναν χρόνο πριν αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας The Globe- δεν κατάφερε να βρει ταξί. Είχε χιονοθύελλα και οι ταξιτζήδες, που τότε ακόμη οδηγούσαν άμαξες με άλογα, τα έπιναν σε μια γειτονική παμπ.
Ο Αρμστρονγκ, σε συνεργασία με φιλανθρωπικές οργανώσεις και με τον κόμη του Σάφτσμπουρι, έψαξε να βρει πώς θα μπορούσε να κρατήσει τους οδηγούς στον «ίσιο δρόμο», μακριά από το αλκοόλ. Κάπως έτσι το 1875 γεννήθηκε το ταμείο «Cabmen’s Shelter Fund». Με έξοδά του κατασκευάστηκε η πρώτη ξύλινη καντίνα για τους ταξιτζήδες στο Σεντ Τζον’ς Γουντ όπου εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα. Πολλά όμως από τα συνολικά 60 ξύλινα κιόσκια που χτίστηκαν στη συνέχεια έχουν καταστραφεί.
Επειδή επρόκειτο να τοποθετηθούν σε δημόσιες οδούς, σύμφωνα με τους κανόνες της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, οι διαστάσεις τους δεν μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες από ένα άλογο και μια άμαξα. Παρείχαν καταφύγιο και φαγητό στους οδηγούς αλλά υπό όρους: βλασφημίες, τυχερά παιχνίδια, τζόγος και αλκοόλ ήταν αυστηρά απαγορευμένα.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγοί και οχήματα επιστρατεύτηκαν, οπότε οι καντίνες οδηγήθηκαν σε παρακμή. Τα σκουροπράσινα δρύινα κιόσκια έπαψαν να χρησιμοποιούνται και έμειναν απροστάτευτα στο έλεος της καταστροφής. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κάποια βομβαρδίστηκαν, ενώ άλλα τα έριξαν αργότερα οι μπουλντόζες, για τη διαπλάτυνση των δρόμων.
Σήμερα σώζονται μόνο 13 κιόσκια και από αυτά είναι σε λειτουργία τα δέκα. Ανήκουν στη συντεχνία των οδηγών ταξί «The Worshipful Company of Hackney Carriage Drivers» (WCHCD) και υπεύθυνο για τη συντήρησή τους είναι το «Cabmen’s Shelter Fund», το οποίο εκδίδει και τις ετήσιες άδειες για τη λειτουργία τους. Θεωρούνται κτίρια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρησή τους.
«Η δουλειά του ταξιτζή είναι πολύ μοναχική» λέει στο BBC ο Κόλιν Εβανς, εδώ και 44 χρόνια οδηγός ταξί και διαχειριστής του ταμείου, «και αυτά είναι μέρη όπου μπορείς να πας για ένα τσάι ή καφέ με τους συναδέλφους σου. Εάν οι οδηγοί δεν τα υποστηρίξουν, θα χαθούν για πάντα».
Οι περισσότερες καντίνες σερβίρουν πρωινό (λουκάνικα, αυγά, μπέικον), σάντουιτς και ζεστά ροφήματα, και περιστασιακά πίτες ή λαζάνια που μαγειρεύουν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης στο σπίτι τους. Πελάτες εκτός των οδηγών δεν επιτρέπεται να μπουν μέσα -εκτός και αν έχει εκδοθεί ειδική πρόσκληση, πράγμα σπάνιο – αλλά μπορούν να παραγγείλουν από το παράθυρο.
«Με αυτόν τον τρόπο κερδίζουμε περισσότερα χρήματα» λέει η Τζούντι Χολμς, που διατηρεί το κιόσκι της Ράσελ Σκουέαρ. «Μπορώ να εξυπηρετήσω εκατοντάδες ανθρώπους όση ώρα ένας οδηγός κάθεται μέσα με ένα φλιτζάνι τσάι».
Οι οδηγοί μπαινοβγαίνουν και χαιρετιούνται όπως οι συγγενείς. «Η μικρή μου συμμορία έρχεται κάθε μέρα» λέει η Χολμς. «Ανησυχώ λίγο αν μια μέρα δεν τους δω. Εδώ είναι σαν το δεύτερο σπίτι τους. Μερικές φορές μάλιστα κάνουν το δικό τους τσάι». Οι νεότεροι οδηγοί όμως δεν μπαίνουν μέσα, προτιμούν να παραγγείλουν σάντουιτς με μπέικον από το παράθυρο. «Μπορεί να αισθάνονται, ότι είμαστε μια κλίκα» παραδέχεται ο Γκάρι, ένας άλλος οδηγός.
Συχνά η κουβέντα στο κιόσκι της Τζούντι περιστρέφεται γύρω από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ταξιτζήδες, για τον πελάτη που μπορεί να εξαφανιστεί χωρίς να πληρώσει ή την τουαλέτα που χρειάζεσαι την ώρα της δουλειάς και δεν μπορείς να βρεις (άλλωστε ούτε τα κιόσκια διαθέτουν wc). Μετά αρχίζουν πάλι να αστειεύονται.
Οι περισσότεροι οδηγοί έχουν και άλλες ασχολίες, είναι μουσικοί, καλλιτέχνες, τηλεοπτικοί παραγωγοί, ακόμη και ηθοποιοί. Αλλά, αν οδηγήσεις μια φορά ταξί, θα μείνεις για πάντα ταξιτζής. «Αν συνταξιοδοτηθείς, πεθαίνεις» λέει ανέκφραστος ο Γκάρι.
Το κιόσκι της Τεμπλ Πλέις στο Βικτόρια Εμπάνκμεντ χρειάστηκε να ανακαινιστεί μετά από τις ζημιές που προκάλεσε ένα φορτηγό. Δεν είναι απλό. Τα κιόσκια είναι διατηρητέα, πράγμα που σημαίνει ότι η αποκατάστασή τους είναι περίπλοκη και δαπανηρή. Η ανακαίνιση του συγκεκριμένου κοστίζει περίπου 30.000 λίρες και τα υλικά που θα αντικατασταθούν πρέπει να ταιριάξουν με τα πρωτότυπα. Ακόμα και η απόχρωση είναι συγκεκριμένη -Dulux Buckingham Paradise 1 Green- για να θυμίζει τις πρώτες καντίνες.
Τα κιόσκια έχουν πληγεί από τους περιορισμούς που έχουν εφαρμοστεί σε κατοικημένες περιοχές και κανένα δεν λειτουργεί πια τη νύχτα, τα περισσότερα ανοίγουν γύρω στις 07:00 και κλείνουν στις 13:00. Το κιόσκι στο Τσέλσι Εμπάνκμεντ έκλεισε πριν από πέντε χρόνια λόγω περιορισμών στάθμευσης και το ταμείο σκέφτεται τώρα να το δωρίσει στο Μουσείο Μεταφορών του Λονδίνου.
Αυτά τα μικρά ξύλινα περίπτερα, όμως, είναι πραγματικά μοναδικά και θα ήταν κρίμα να εξαφανιστούν και να ξεχαστεί η ιστορία τους. Η αλήθεια είναι ότι το καθένα έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Το παρατσούκλι της καντίνας στη Γκλούστερ Ρόουντ, για παράδειγμα, ήταν «Το Κρεμλίνο» επειδή εκεί σύχναζαν αριστεροί ταξιτζήδες ενώ στο κιόσκι του Πικαντίλι, που δεν υπάρχει πια –το γκρέμισε η μπουλντόζα- τη δεκαετία του 1920, γλεντζέδες της αριστοκρατίας έκαναν μυθικά πάρτι με λαθραία σαμπάνια. Ονομάστηκε, μάλιστα, «Junior Turf Club», όπως λεγόταν ένα κλαμπ εκεί κοντά. Ο μύθος λέει, ακόμη, ότι στην καντίνα του Γουέστμπουρν Γκρόουβ πήγε μια φορά ένας άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης…
Η ιστορία έχει αφήσει και φυσικά σημάδια. Σε κάθε κιόσκι υπάρχει ένα άνοιγμα στην οροφή σκεπασμένο τώρα πια με ένα διακοσμητικό κάλυμμα που θυμίζει ότι κάποτε χρησιμοποιούσαν ξυλόσομπες για θέρμανση και για μαγείρεμα. Απέξω υπάρχουν ακόμα οι δέστρες όπου οι αμαξάδες έδεναν τα άλογά τους πριν μπουν μέσα όχι όμως και οι μαρμάρινες ποτίστρες για τα ζώα.
Στο κιόσκι της λεωφόρου Γουόργουικ, εκτός από τους ταξιτζήδες συχνάζουν επίσης μουσικοί και ηθοποιοί που ζουν στη γύρω περιοχή. Ο Πολ Γουέλερ για παράδειγμα, εμβληματική φιγούρα της σύγχρονης βρετανικής ροκ, έρχεται συχνά για ένα σάντουιτς με λουκάνικο και αυγό (από το παράθυρο φυσικά), που του ετοιμάζει η Τρέισι Τάκερ.
Ο άντρας της Τρέισι είναι οδηγός ταξί και εκείνη κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και 14 χρόνια. Οι τακτικοί πελάτες της τη θεωρούν μέλος της οικογένειάς τους. «Με βλέπουν σαν τη μεγάλη τους αδελφή» λέει. «Αν αρρωστήσω, πρέπει να στείλω μηνύματα σε καμιά εικοσαριά ανθρώπους, για να τους πω ότι η καντίνα δεν θα ανοίξει. Μερικοί από αυτούς δεν θα ξέρουν τι να κάνουν τότε».
Η Τρέισι έχει τους δικούς της κανόνες: δεν θέλει πελάτες αφοσιωμένους στην οθόνη του κινητού τους, ούτε γκρίνιες για το Uber. «Ολοι το ξέρουμε. Η δουλειά των (μαύρων) ταξί πεθαίνει» λέει, πράγμα που την κάνει να σκέφτεται ότι μπορεί να χάσει τη δουλειά της, παραδέχεται όμως ότι δεν θα μπορούσε να δουλέψει κάπου αλλού.
Το σίγουρο είναι ότι αν τα μικρά πράσινα κιόσκια των ταξιτζήδων εξαφανιστούν, θα χαθεί μαζί τους ένα κομμάτι της ιστορίας του Λονδίνου. Ομως ιστορία δεν είναι μόνο τα κτίρια – μαζί με αυτά θα χαθούν και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που δίνουν στα κτίρια ζωή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News