Στον πέμπτο και καθοριστικό αγώνα της σειράς Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός επικράτησε, πρωτίστως, η παράδοση των τελευταίων ετών. Αυτή που θέλει κάθε ελληνικό τελικό -στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο, στο βόλεϊ, στο πόλο- να μοιάζει με ετήσιο φεστιβάλ αλητείας. Με μία διεθνή επίδειξη της ανικανότητάς μας -ή της απροθυμίας μας- να κρατήσουμε τους τραμπούκους μακριά από κάθε παιχνίδι που απονέμει κάποιο τρόπαιο. Το κυριακάτικο ντέρμπι τίτλου, δυστυχώς, δεν ανήκε στις (σπάνιες) εξαιρέσεις. Ο Παναθηναϊκός πανηγύρισε την κατάκτηση του Πρωταθλήματος μέσα στην ομίχλη του ΣΕΦ και πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες των αποδυτηρίων. Και ο Ολυμπιακός, αντί να χειροκροτηθεί από τους οπαδούς του για μία σεζόν γεμάτη από ηρωικές υπερβάσεις στην Ευρωλίγκα, πήρε προίκα -για του χρόνου- μία (ακόμη) τιμωρία.
Ο Παναθηναϊκός το έκανε ακριβώς όπως πριν από 18 χρόνια: σήκωσε την Κούπα νικώντας τον «αιώνιο» αντίπαλό του στην πανίσχυρη έδρα του. Η ιστορία επαναλήφθηκε, και μάλιστα με φοβερές ομοιότητες. Το 1999, όπως κι εφέτος, οι «πράσινοι» είχαν φτάσει στα πρόθυρα της διάλυσης. Οι οπαδοί κυνηγούσαν τους παίκτες στο αεροδρόμιο, ο Σούμποτιτς είχε παραιτηθεί στα αποδυτήρια της Μπολόνια, ενώ οι φίλα προσκείμενες στον σύλλογο αθλητικές εφημερίδες έγραφαν για τους ακριβοπληρωμένους «αστέρες» που τον ντρόπιασαν στην Ευρώπη. Ολα όσα προηγήθηκαν του εφετινού θριάμβου είναι γνωστά: ο αυτοτραυματισμός του Τζέιμς (που, εκνευρισμένος, «κατέβασε» μια τζαμαρία στην προπόνηση), η απόλυση του κόουτς Πεδουλάκη, το αποτυχημένο πείραμα με τον Τζεντίλε, ο αποκλεισμός (με «σκούπα») από τη Φενέρμπαχτσε στην Ευρωλίγκα, το πούλμαν «της ντροπής», η ήττα από την ΑΕΚ στα play-offs του Πρωταθλήματος, το «break» που ο Παναθηναϊκός έχασε μέσα από τα χέρια του στον τρίτο τελικό.
Για μία ακόμη φορά, η εσωστρέφεια, οι μουρμούρες, η εκ των έσω αμφισβήτηση, συσπείρωσαν τον Παναθηναϊκό, αντί να τον βουλιάξουν. Το εφετινό «νταμπλ» (Πρωτάθλημα και Κύπελλο) αποτελεί μία πανηγυρική δικαίωση για αρκετούς από τους παρεξηγημένους αθλητές του. Για τον Νικ Καλάθη, που τον αποκαλούσαν… Στεφάνη και σχολίαζαν, στα social media, ότι θα έπρεπε να… πληρώνει για να παίζει στην ομάδα – κι όχι να εισπράττει δυο εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Για τον «τελειωμένο» Γιάννη Μπουρούση. Για τον «άχρηστο» Νίκο Παππά. Για τον «τρελο-Τζέιμς». Για εκείνους που κατάπιαν την προσβολή και ανέβηκαν στο πούλμαν. Για τους «τέσσερις» που αντέδρασαν (τους οποίους ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος δεν ήθελε, πια, στην ομάδα του). Για τους «τουρίστες» που έβλεπαν τις φωτογραφίες τους στα… μανταλάκια του Διαδικτύου, κάθε φορά που έβγαιναν από το σπίτι για φαγητό ή ποτό.
Η εξαιρετική εικόνα του Παναθηναϊκού στους τελικούς, ιδίως στους δυο τελευταίους της σειράς, είναι ένα καλό μάθημα για τους μηδενιστές οπαδούς -πολλοί από τους οποίους, ασφαλώς, θα βρίσκονταν ανάμεσα στους 15.000 που τα μεσάνυχτα συγκεντρώθηκαν στο ΟΑΚΑ για να υποδεχθούν και να επευφημήσουν τους «ήρωες»- αλλά και για τον ασυγκράτητο ιδιοκτήτη του. Αυτοί που ο κ. Γιαννακόπουλος ήθελε να διώξει «εδώ και τώρα» από την ομάδα (το θέλει ακόμα, άραγε;) έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, ώστε να μην εκραγεί η βόμβα της αυτοκαταστροφής που ο ίδιος είχε πυροδοτήσει. Μαζί με τα μπόνους για την κατάκτηση του τίτλου, ας μοιράσει και καμία συγγνώμη – που δεν θα του κοστίσει τίποτα.
Δικαίωση ήταν και για τον «μυρωδιά» Τσάβι Πασκουάλ. Αυτό το τρόπαιο φέρει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του, σε μία σεζόν κατά την οποία δούλεψε κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες (για έναν άνθρωπο της δικής του αθλητικής κουλτούρας, όλα αυτά που συνέβησαν είναι σκέτη παράνοια), και χωρίς να έχει επιλέξει ούτε έναν από τους παίκτες που προπονούσε. Ο Καταλανός έδωσε πραγματικό ρεσιτάλ διαχείρισης στους τελικούς. Κυρίως, όμως, κράτησε τα αποδυτήρια μονιασμένα και φιλόδοξα, παρά τις διαλυτικές τάσεις που είχαν κάνει την εμφάνισή τους μετά τον αποκλεισμό από την Ευρωλίγκα. Ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν ο Ολυμπιακός δεν έδειχνε τόσο εξουδετερωμένος, τόσο ανήμπορος, σε μια σειρά παιχνιδιών. Το γεγονός ότι ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός των «ερυθρόλευκων», ολοκλήρωσαν τα ελληνικά play-offs με τη χειρότερη στατιστική της καριέρας τους, οφείλεται (και) στον Πασκουάλ που βρήκε τρόπο να τους σταματήσει. Ιδίως στο μπάσκετ, ο σπουδαίος προπονητής είναι μεγάλη υπόθεση.
Ο Παναθηναϊκός άξιζε τη νίκη, επειδή ήταν καλύτερος σε όλα από τον μεγάλο του αντίπαλο: στην άμυνα, στην επίθεση, στα τρίποντα (31%-25%), στα δίποντα (48%-32%), στις ασίστ (17-6), στα λάθη (11-8). Ο κατάκοπος Ολυμπιακός άντλησε λίγη ενέργεια από τους 15.000 οπαδούς του στην εξέδρα, όμως αυτή του έφτασε μόνο για ένα καλό πρώτο τετράλεπτο. Στα 26 λεπτά που ακολούθησαν, το επιμέρους σκορ ήταν 26-54. Ο Παναθηναϊκός άξιζε τον τίτλο, γενικότερα. Ηταν ανώτερος, στα τρία παιχνίδια που κέρδισε, αλλά και στα δύο που έχασε. Στους πρώτους τέσσερις τελικούς είχε το προβάδισμα στα 98 από τα 160 λεπτά, δηλαδή στο 61,3% κάθε αγώνα (κατά μέσον όρο). Στον τρίτο τελικό, που έχασε τη χρυσή ευκαιρία να κάνει το «break», βρισκόταν μπροστά στο σκορ στα 24 από τα 40 λεπτά. Στον τέταρτο τελικό, στο ΟΑΚΑ, ο Ολυμπιακός δεν πέρασε μπροστά στο σκορ ούτε δευτερόλεπτο. Μόνο μέχρι την ισοπαλία (για 45″) κατάφερε να φτάσει.
Ο Παναθηναϊκός διαθέτει μία ομάδα υψηλών προδιαγραφών, η οποία χρειάζεται κάποιες προσθαφαιρέσεις παικτών. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα – αυτή θα ήταν, ακόμη κι αν δεν κατάφερνε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα. Ουσιαστικά, η μοναδική αποτυχία του μέσα στη χρονιά ήταν ο τρόπος με τον οποίο αποκλείστηκε από τη μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης Φενέρ. Ο τρόπος, όχι ο αποκλεισμός. Οι δύο νίκες του στην έδρα των δευτεραθλητών Ευρώπης (μία στο Πρωτάθλημα και μία στο Κύπελλο) μαρτυρούν τη δυναμική του. Ολοι γνωρίζουν ότι το απωθημένο του κ. Γιαννακόπουλου είναι η επιστροφή στο Φάιναλ-Φορ. Θα γίνει κι αυτό. Αρκεί, τις διορθώσεις στο ρόστερ να τις κάνει ο Πασκουάλ με τη σοφία του, κι όχι ο ιδιοκτήτης με την κυκλοθυμία του.
Ο Ολυμπιακός θα πρέπει να αναθεωρήσει την τακτική του απέναντι στους αλλοδαπούς παίκτες. Ολοκλήρωσε το Πρωτάθλημα παίρνοντας βοήθειες από… ενάμισι ξένο: τον Μιλουτίνοφ και τον Γκριν (του ΟΑΚΑ). Υπήρχαν, βεβαίως, οι τραυματισμοί του Λοτζέσκι και του Χάκετ. Αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν μπορεί να στηρίζεται -σχεδόν σε απόλυτο βαθμό- στον ελληνικό του κορμό, σε μία χούφτα παικτών που «σέρνουν το κάρο» εννέα μήνες το χρόνο. Ο Γιάννης Σφαιρόπουλος θα πρέπει, κι αυτός, να ξαναδεί τον μονότονο, προβλέψιμο τρόπο παιχνιδιού και το ξεπερασμένο στυλ της ομάδας του. Δεν μπορεί να βασίζεται, διαρκώς, στους «ήρωες της μιας βραδιάς».
Ποιος θα το φανταζόταν, τότε που ο Παναθηναϊκός επέστρεφε με το πούλμαν από την Κωνσταντινούπολη και ο Ολυμπιακός -λίγο αργότερα- νικούσε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον ημιτελικό του Φάιναλ-Φορ (ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε να παίζει μπάσκετ), ότι στις 12 Ιουνίου θα μιλούσαμε για την επιτυχημένη σεζόν του Παναθηναϊκού και την αποτυχημένη του Ολυμπιακού… Κι όμως, συνέβη. Με έναν αστερίσκο: εάν ο Ολυμπιακός δεν είχε χάσει το Πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό αλλά από την ΑΕΚ ή τον Αρη, κανένας δεν θα υποτιμούσε -σήμερα- τη συμμετοχή του στον τελικό της Εuroleague. Που αξίζει (το λιγότερο) όσο ένας ελληνικός τίτλος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News