Το ερώτημα του τίτλου επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο ακόμα και επτά χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στα Μνημόνια. Διότι, λέγοντας πως ο Γιώργος Παπανδρέου μάς έβαλε στα Μνημόνια σημαίνει ότι με ένα άλλο πρόσωπο, μια άλλη κυβέρνηση, μια άλλη πολιτική θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί ο αποκλεισμός μας από τις αγορές και η ένταξή μας στα Μνημόνια. Κανονικά το ερώτημα χρειάζεται μια εικόνα (διάγραμμα Ι, στοιχεία Eurostat εδώ) και λίγες σειρές για να απαντηθεί.
Η Ισπανία το 2007 είχε λόγο χρέους προς ΑΕΠ 36% και εκτινάχτηκε σε 86% του ΑΕΠ το 2012.
Η Πορτογαλία το 2007 είχε λόγο χρέους προς ΑΕΠ 68% και εκτινάχτηκε σε 126% του ΑΕΠ το 2012.
Η Ελλάδα το 2007 είχε λόγο χρέους προς ΑΕΠ 103%. Πού θα έφτανε το 2012;
Ακόμη και με τους πιο επιεικείς υπολογισμούς θα έφτανε στο 160%, άρα η Ελλάδα θα έπρεπε να καταβάλει για τόκους το 7,5% του ΑΕΠ ετησίως. Ποιος θα δάνειζε τη χώρα με αυτά τα δεδομένα; Κανείς! Οι αγορές θα είχαν κλείσει για την Ελλάδα πολύ νωρίτερα (όπερ και εγένετο).
Πιο αναλυτικά:
Για να απαντηθεί το ερώτημα του τίτλου, πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε τι, ακριβώς, θα μπορούσε να αποφευχθεί με μια άλλη πολιτική.
1. Η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή;
2. Η μεγάλη ύφεση;
3. Η μεγάλη περικοπή συντάξεων;
4. Το κλείσιμο των αγορών και, άρα, η δανειοδότηση από τους εταίρους;
Δεδομένων των θεμελιωδών της ελληνικής οικονομίας, όπως είχαν διαμορφωθεί λίγο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (Σεπτέμβριος 2008), τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κυβερνήσεις της κρίσης έκαναν λάθη, άλλοτε πράττοντας άλλοτε καθυστερώντας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η χώρα δεν διέθετε -ακόμη δεν διαθέτει- σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Εξίσου αναμφίβολο είναι πως με καλύτερη διαχείριση από τις κυβερνήσεις και πιο υπεύθυνη στάση από τις αντιπολιτεύσεις, θα κερδίζαμε ηπιότερη -αλλά όχι ήπια- ύφεση, μικρότερη διάρκεια της κρίσης, γρηγορότερη επιστροφή στην κανονικότητα και έξοδο από τα Μνημόνια.
Προφανώς, βέβαια, αν η χώρα (πολιτικό προσωπικό, κρατική μηχανή, δημόσια διοίκηση, κοινή γνώμη), ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την κρίση με το βέλτιστο τρόπο, μάλλον δεν θα είχε καν βρεθεί στη δεινή θέση το 2009.
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι από 1ης Ιανουαρίου 2010 κάναμε όλα όσα έπρεπε, με τον τρόπο ακριβώς που έπρεπε. Τι θα μπορούσαμε να αποφύγουμε;
1. Όχι τη δημοσιονομική προσαρμογή! Διότι είχαμε πρωτογενές έλλειμμα 10% που έπρεπε να μηδενιστεί σταδιακά. Άλλωστε, όλοι οι σοβαροί πολιτικοί και οικονομολόγοι που κατά καιρούς εκτίμησαν ότι υπήρχε δυνατότητα αποφυγής των μνημονίων, τη συναρτούν με πολύ αυστηρή πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής και περικοπής δαπανών, εκπορευόμενη από τις ελληνικές κυβερνήσεις και όχι την τρόικα.
2. Ούτε τις μεγάλες περικοπές συντάξεων μπορούσαμε να αποφύγουμε. Η κρίση ανέδειξε τον απόλυτο παραλογισμό του συνταξιοδοτικού. Ακόμη και μετά από τόσες περικοπές, η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει πρόβλημα. Όχι, πάντως, πρόσφατο πρόβλημα. Είναι παλιό. Κι όχι μόνο δεν αφήσαμε τον Τάσο Γιαννίτση να το λύσει το 2001 αλλά, αντιθέτως, τα επόμενα χρόνια επιλέξαμε να το διογκώσουμε προσφέροντας μεγάλες αυξήσεις στις ήδη υψηλές συντάξεις.
3. Ούτε τη μεγάλη ύφεση μπορούσαμε να αποφύγουμε. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα Ι, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ γρηγορότερα από την ιταλική και την πορτογαλική στα πρώτα χρόνια του ευρώ (Πηγή Eurostat εδώ). Όμως η ανάπτυξή μας δεν ήταν αποτέλεσμα αποδοτικότερου παραγωγικού μοντέλου. Ήταν αποτέλεσμα της τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης μέσω μεγάλης αύξησης του δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού. Ήταν μια δανειακή «φούσκα», η οποία, με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, έσκασε και η οικονομία προσγειώθηκε απότομα.
4. Για να απαντήσουμε αν η Ελλάδα μπορούσε να αποφύγει το κλείσιμο των αγορών, ας θυμηθούμε το διεθνές πλαίσιο της εποχής.
•Μετά τη χρεοκοπία της Lehman, ο πανικός στις διεθνείς αγορές οδήγησε όλους σε αναζήτηση τρόπων μείωσης του ρίσκου στα χαρτοφυλάκιά τους. Αρχικά το πρόβλημα εκδηλώθηκε στο ιδιωτικό χρέος και δημιουργήθηκε μεγάλη κρίση στον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία. Οι κυβερνήσεις έσπευσαν να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα για να αποτρέψουν τη συστημική κρίση.
•Με τη διάσωση των τραπεζών και τη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, η μετάσταση του ρίσκου και στο κρατικό χρέος ήταν γεγονός (Πίνακας Ι). Οι αγορές εκτός από προβληματικές τράπεζες άρχισαν τώρα να αποστρέφονται και τις προβληματικές χώρες. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδείχθηκε και το ρίσκο που έφεραν τα ομόλογα κάποιων κρατών της ευρωζώνης. Τότε προέκυψε με δριμύτητα μια ανησυχητική ιδέα: «τα κράτη της ευρωζώνης δανείζονται ωσάν η ευρωζώνη να είναι μία χώρα αλλά καμία χώρα δεν εγγυάται το χρέος της άλλης». Το ερώτημα πώς θα αντιδράσει η Ευρωζώνη, όταν κάποιο μέλος της περιέλθει σε δυσκολία δανεισμού, δημιούργησε το νέο πεδίο ανησυχίας στις αγορές. Αναπόφευκτο ήταν και το ερώτημα και το επόμενο στάδιο, ότι οι αγορές θα δοκίμαζαν την αντίδραση της Ευρώπης. Και ο προφανής, ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης ήταν η Ελλάδα. Κι αυτό ήταν αδύνατον να αντιστραφεί το 2010 από οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.
Πιστεύω λοιπόν πως η πορεία της Ελλάδας εκτός αγορών το 2010 ήταν αναγκαστική και μονόδρομος. Το μόνο που θα μπορούσε, ίσως, να την ανακόψει θα ήταν μια δήλωση του Ζαν Κλοντ Τρισέ «πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για τη διάσωση του ευρώ». Αλλά αυτή η δήλωση ήρθε μόλις στις 25/7/2012 από τον Μάριο Ντράγκι (εδώ), αφού ήδη είχαν τεθεί εκτός αγορών τρεις χώρες της Ευρωζώνης.
Σέβομαι, ωστόσο, βαθύτατα ανθρώπους που διατυπώνουν την άποψη πως θα μπορούσαμε, με διαφορετικούς χειρισμούς, να αποφύγουμε το κλείσιμο των αγορών και την επακόλουθη εξάρτηση της χώρας από θεσμικά δάνεια με συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι των πιστωτών.
Γι’ αυτό θα εξετάσω την πορεία της χώρας και του χρέους σε ένα ιδανικό σενάριο, κατά το οποίο μια ιδανική ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την 1/1/2010 μια τιτάνια, υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, η οποία αποφέρει πρωτόγνωρα, αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, αντάξια των ζηλωτών του αφηγήματος των Ζαππείων:
•Γρήγορη μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων (μηδενισμό σε 2 χρόνια) με ταυτόχρονο περιορισμό της ύφεσης (μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 10% αντί για 25%) και γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη ήδη από το 2012. (Ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ ίσος με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης).
•Μικρά πρωτογενή πλεονάσματα 1% ετησίως μετά το 2012.
•Οι αγορές εξακολουθούν να δανείζουν την Ελλάδα και το μέσο επιτόκιο δανεισμού παραμένει όσο και την περίοδο 2005-2007, το χαμηλότερο που πέτυχε η χώρα μας προ των μνημονίων, δηλαδή 4,7%.
Υπό αυτές τις παραδοχές, ας δούμε (Πίνακας ΙΙ) την εξέλιξη του χρέους της Ελλάδας μέχρι και το 2014.
Δηλαδή, στο ιδανικό υποθετικό σενάριο, οι διαχειριστές κεφαλαίων στις αρχές του 2012 θα είχαν για την Ελλάδα τα εξής δεδομένα:
Α) Λόγο χρέους/ΑΕΠ 159%.
Β) Δαπάνη για τόκους 7-8% του ΑΕΠ ετησίως.
Αυτό σημαίνει πως, αν η Ελλάδα δεν πετύχαινε εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή τεράστια πλεονάσματα, το χρέος θα αυξανόταν κατά 5% ετησίως. Ουδείς εχέφρων διαχειριστής κεφαλαίων θα δάνειζε την Ελλάδα υπ’ αυτούς τους όρους, χωρίς τη διαβεβαίωση της Γερμανίας ή της ΕΚΤ ότι η Ευρωζώνη εγγυάται το χρέος της Ελλάδας. (Στην πραγματικότητα οι αγορές θα είχαν κλείσει για την Ελλάδα πολύ νωρίτερα, όπως άλλωστε συνέβη).
Το χρέος της Ελλάδας ήταν εκτός ελέγχου. Μια χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης από την ελληνική κυβέρνηση τη διετία 2010-11 θα καθυστερούσε, ίσως, την έλευση του απευκταίου μερικούς μήνες αλλά δεν θα την απέτρεπε. Γιατί οι τρόποι να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος ήταν το ονομαστικό κούρεμα, η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης (τόκων) μέσω πολύ χαμηλών-χαριστικών επιτοκίων ή συνδυασμός των δύο. Τίποτα απ΄ αυτά δεν μπορούσε να επιτευχθεί τότε.
Θεωρώ, λοιπόν, πως περιθώρια αποφυγής του 1ου Μνημονίου το 2010 δεν υπήρχαν, όποια διαχείριση και αν ασκούσε οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. (Αυτό επ’ ουδενί σημαίνει ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου άσκησε αποτελεσματική και έγκαιρη διαχείριση της κρίσης, οικονομικά και πολιτικά).
Από την ποιοτική ανάλυση της εισαγωγής και το διάγραμμα Ι προκύπτει πως η κρίσιμη αιτία των Μνημονίων δεν βρίσκεται καν στη διαχείριση της διετίας 2008-2009. Διότι τα κρίσιμα μεγέθη, η γενεσιουργός αιτία των μνημονίων, ήταν α) το υψηλό χρέος, πρόβλημα που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’80 και ποτέ δεν θεραπεύτηκε και β) η συστηματική υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ήδη από τη δεκαετία του ’80, με διαλείμματα (1996-2000) και εξάρσεις (2004-2009).
Δηλαδή, ακόμη και με υπεύθυνη δημοσιονομικά διαχείριση τη διετία 2008-2009 πάλι δεν θα αποφεύγαμε το 1ο Μνημόνιο. Αυτό που θα αποφεύγαμε είναι η δριμύτητα των Μνημονίων, το μέγεθος της απαιτούμενης λιτότητας. Άλλο το μνημόνιο της Ελλάδας & άλλο της Πορτογαλίας.
Η διετία 2008-2009 ήταν κρίσιμα αρνητική, διότι υπερδιπλασίασε την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, πολλαπλασίασε το μέγεθος των αναγκαίων περικοπών, τροφοδότησε την κοινωνική έκρηξη που ακολούθησε, και κατέστησε πολύ δυσχερέστερη την πολιτική διαχείριση των Μνημονίων.
Το μισθολογικό κόστος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 20,5% τη διετία 2008-2009 εδώ. Η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στην Ευρωζώνη το 2008 (Eurostat εδώ) αλλά έδωσε τις μεγαλύτερες μισθολογικές αυξήσεις το 2009! (Διαγράμματα ΙΙ & ΙΙΙ).
Τι έπρεπε να κάνουμε το 2009; Ό,τι έκανε η Ιρλανδία, ό,τι θα έκανε κάθε κυβέρνηση με στοιχειώδη συναίσθηση του μεγέθους των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η οικονομία μας: θα μείωνε τη μισθολογική δαπάνη αντί να την αυξήσει.
Τη διετία 2008-2009 δόθηκε μεσοσταθμική αύξηση 20% στις συντάξεις του δημοσίου (Πίνακας ΙΙΙ, στοιχεία ΓΛΚ εδώ) . Μετά, τα Μνημόνια περιέκοψαν το 30% – 40% των συντάξεων. Καθένας κατανοεί πόσο βαρύτερο είναι κοινωνικά να μειώνεις τη σύνταξη κατά 30% κι όχι κατά 10%
Για τούτο και είναι εύλογη η «πολιτική φιλία και συμμαχία» Καραμανλικών και ΣΥΡΙΖΑ. Διότι η άνοδος και η επικράτηση ακραίων λαϊκιστικών τάσεων στην κοινωνία που τελικά ανέβασαν στην εξουσία ένα περιθωριακό, αριστερίστικο κόμμα ήταν αποτέλεσμα της έκτασης και της έντασης των αναγκαίων περικοπών. Κι αυτή η ένταση ήταν σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα της διετίας 2008-2009. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό το επιχείρημα πως εκείνοι που κατά τεκμήριο τερμάτισαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό το 2008-2009 ανακάλυψαν λίγο πριν τις εκλογές του 2009 ότι η χώρα χρειαζόταν λιτότητα.
Η ουσιαστική συζήτηση σχετικά με Μνημόνια δεν είναι γιατί μπήκαμε, αλλά γιατί ήταν τόσο βαριά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News