Πρέπει να βρεθεί ένας καινούργιος όρος για αυτό ειδικά το χαμόγελο που υπήρχε στα πρόσωπα όσων βρέθηκαν στα εγκαίνια της γιγαντιαίας έκθεσης για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 στην Τεχνόπολη. Ενα μείγμα νοσταλγίας, συνωμοσίας, γαλήνης και σοκ. Νοσταλγίας γιατί έτσι γίνεται όταν κοιτάζεις π.χ. αφίσες συναυλιών και σκέφτεσαι ότι ήσουν κι εσύ εκεί. Γαλήνης γιατί ξέρεις ότι είσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν χρειάζεται να τους εξηγήσεις τι σημαίνει η φράση π.χ. «δεν σε ακούω, πάρε το μηδέν». Και σοκ γιατί βλέπεις ότι το παρελθόν σου είναι πλέον έκθεμα.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η πρωτοφανής δύναμη αυτής της έκθεσης. Πώς είναι ας πούμε όταν ακούς την σύγχρονη διασκευή ενός τραγουδιού που εσύ το είχες ακούσει στην πρώτη του εκτέλεση; Ετσι ακριβώς. Το ίδιο συναίσθημα αλλά σε γιγαντιαία κλίμακα. Γιατί αυτά που βρίσκονται πίσω από προθήκες σαν σπάνια vintage εκθέματα, εσύ τα είχες γνωρίσει ως καθημερινά συνηθισμένα αντικείμενα. Και οι πολύτιμες συλλεκτικές (σ.σ.: και ενίοτε κιτρινισμένες) εφημερίδες με τα ιστορικά πρωτοσέλιδα, για σένα ήταν κάποτε απλώς «η σημερινή εφημερίδα».
Ευτυχώς δηλαδή που γύρω σου βρίσκονται κι άλλοι στην ίδια ακριβώς κατάσταση σοκ. Αλλιώς η περιπλάνηση στην βροχερή Τεχνόπολη των εγκαινίων θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα τεραστίων διαστάσεων υπαρξιακό αυτοχαστούκισμα. Αλλά όταν το μοιράζεσαι με άλλους το σοκ επιμερίζεται. Το εφέ του μετριάζεται. Και γίνεται κάτι σαν συνενοχή. Γι’ αυτό και εκείνο το βράδυ των εγκαινίων στο Γκάζι είναι απείρως πιο εύκολο να πιάσεις κουβέντα με αγνώστους από ό,τι οποιαδήποτε άλλη στιγμή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Η αλληλεγγύη της «αίρεσης» των survivors των ’80s που βλέπουν την εφηβεία τους σε προθήκη, είναι πολύ δυνατή προφανώς.
Και είναι αυτή η αλληλεγγύη αυτή που κυκλοφορεί τα «νέα» από στόμα σε στόμα. «Πρέπει οπωσδήποτε να πας να δεις το διαμέρισμα που έχουν φτιάξει» σου λέει κάποιος. «Εκεί απέναντι έχει αυθεντικά ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής που δουλεύουν χωρίς δεκάρικο! Αρκεί να πατήσεις ένα κόκκινο κουμπάκι που βρίσκεται επάνω τους» σου περνάει το tip κάποιος άλλος.
Οντως το «διαμέρισμα» είναι από τα θέματα συζήτησης της έκθεσης. Πρόκειται για μια σχολαστική ανακατασκευή ενός τυπικού μικροαστικού διαμερίσματος της δεκαετίας του ’80. Αλλά σχολαστική. Σαν ένα ζωντανό μουσείο. Από το τηλέφωνο μέχρι τα μικροέπιπλα. Και από τα σεμεδάκια μέχρι την κουζίνα με τα την σκουριά γύρω-γύρω από τις εστίες της. Και από την ασπρόμαυρη τηλεόραση (σ.σ.: που δείχνει έναν ασπρόμαυρο Στράτο Διονυσίου να τραγουδάει) μέχρι τους ανθρώπους. Γιατί μέσα στο διαμέρισμα δύο ηθοποιοί έχουν αναλάβει να αναπαραστήσουν ακόμα και τους διαλόγους εκείνης της εποχής. Φυσικά στο διαμέρισμα οι ουρές είναι τεράστιες. Γιατί ποιος δεν θέλει να περάσει το κατώφλι μιας «χωροχρονικής πύλης» που οδηγεί 30 χρόνια πίσω.
Στα ηλεκτρονικά παιχνίδια η εικόνα είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική. Κατ’ αρχήν είναι και αυτά γεμάτα. Δεύτερον όσοι παίζουν, παίζουν στα σοβαρά αφού αν έχεις υπάρξει έφηβος των ’80ς πάντα κάπου μέσα σου παραμένεις έφηβος των ’80ς. Και τρίτον όσοι βρίσκονται ήδη μέσα υποδέχονται κάθε νεοεισερχόμενο με το χαρακτηριστικό βλέμμα που σημαίνει «ναι, ναι, ξέρω… Κι εγώ έτσι ενθουσιάστηκα…».
Αντικειμενικά πάντως το εγχείρημα της έκθεσης είναι επικών διαστάσεων. Και αποκλείεται να την δεις όλη σε μια επίσκεψη. Είναι διασκορπισμένη σε όλη την Τεχνόπολη όπου σε κάθε κτίριο αναπτύσσεται και μια διαφορετική θεματολογία. Το κτίριο του Μηχανουργείου π.χ. είναι αφιερωμένο στην πολιτική («Από την Αλλαγή στην Κάθαρση» είναι ο τίτλος), την ιδεολογία κοκ. Εκεί βρίσκεται και το πιο πολυφωτογραφημένο κομμάτι της έκθεσης, η αναπαράσταση της άφιξης του Ανδρέα από το Χέρφιλντ με Playmobil. Οπου εκτός από τα δεκάδες Playmobil με σημαίες ΠΑΣΟΚ είναι εντυπωσιακή και η αναπαράσταση του κτιρίου του αεροδρομίου.
Υστερα είναι το αφιέρωμα στις νεανικές κουλτούρες, στο κτίριο των Νέων Φούρνων όπου βρίσκεις από περιθωριακά περιοδικά μέχρι ομάδες subbuteo. Στις δεξαμενές καθαρισμού θα φάει κάποιος δεκάδες χαστούκια νοσταλγίας από μικροαντικείμενα της ποπ κουλτούρας της εποχής (από πολύχρωμα sneakers Pony μέχρι τα πρώτα computers και τα walkman) και ρούχα της νεοεμφανιζόμενης τότε γενιάς των ελλήνων μόδιστρων (από Parthenis μέχρι Λουκία).
Δεν είναι μόνο η ποσότητα του υλικού. Το πραγματικό επίτευγμα είναι η ταξινόμηση, η κατηγοριοποίηση και η παρουσίασή του. Σα να σερφάρεις σε ένα τρισδιάστατο site. Παντού ακούς ήχους της δεκαετίας από δελτία ειδήσεων μέχρι διαφημίσεις. Περπατάς ανάμεσα στα κτίρια και ξαφνικά βρίσκεις ένα παλιό λεωφορείο της γραμμής Πειραιάς-Σύνταγμα (το γνωστό «πράσινο») ή ένα Pony – το αυτοκίνητο ελληνικής παραγωγής που γεννήθηκε εκείνη τη δεκαετία. Οι νεανικές κουλτούρες της εποχής εκτίθενται σε ξεχωριστά απομονωμένα κουτάκια – απόλυτα εναρμονισμένα με την «κλειστή απομονωμένη» διάθεση που χαρακτήριζε τότε τα μέλη τους. Και παντού χιλιάδες πρωτοσέλιδα, εξώφυλλα και μικροαντικείμενα. Τα φετίχ μιας γενιάς. Που κάποιοι φύλαγαν για χρόνια. Και πρόθυμα τα δάνεισαν στους διοργανωτές της έκθεσης. Της πρώτης μεγάλης συμμετοχικής έκθεσης, όπως γράφει και στο φυλλάδιό της. Ενα φυλλάδιο τυπωμένο με ιδιαίτερα μικρά γράμματα για να τα διαβάσουν οι σημερινοί 50άρηδες με την πρεσβυωπία εδώ που τα λέμε…
Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι στο εξώφυλλο του συγκεκριμένου φυλλαδίου βρίσκεται ο Νίκος Γκάλης με υψωμένη γροθιά να πανηγυρίζει την κατάκτηση του Eurobasket το 1987. Γιατί για όσους έσπασαν τα πρώτα τους εφηβικά σπυράκια εκείνη την κρίσιμη από κάθε άποψη δεκαετία, αυτή ήταν μια καθοριστική στιγμή. Ηταν η στιγμή που έζησε το δικό της «you can do it». Ο Νίκος Γκάλης τους πήρε από το χέρι και τους είπε ότι δεν έχουν να ζηλεύουν τίποτα από όσα (και όσους) έβλεπαν γύρω τους σε αυτό που τότε αποκαλούσαν (με κάποια δόση εξωτισμού) «εξωτερικό». Ηταν αυτός που τους απελευθέρωσε από το σύνδρομο της ψωροκώσταινας στο οποίο είχαν βρει βολικό και ζεστό καταφύγιο οι προηγούμενες γενιές.
Γι’ αυτό εξάλλου και τα ’80ς είναι μια δεκαετία που της δίνουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία. Γιατί η γενιά που μεγάλωσε τότε για πρώτη φορά αποφάσισε να κοιτάξει σοβαρά προς τον έξω κόσμο και να του μοιάσει. Ηταν οι πρώτοι που σπούδασαν μαζικά έξω. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν τόσο μαζικά με την διαφήμιση, την επικοινωνία, τα media. Που ανακάλυψε το zapping. Η πρώτη που κατανάλωσε προϊόντα εισαγωγής τα οποία είχαν αρχίσει να πουλιούνται πλέον στα μαγαζιά και όχι να έρχονται σε βαλίτσες από κάποιον που ταξίδευε στο εξωτερικό. Και ήταν η πρώτη γενιά εδώ που τα λέμε που όχι μόνο θεώρησε απαραίτητο να μάθει αγγλικά αλλά και να τα χρησιμοποιήσει στα ταξίδια της και τις σπουδές της «εκεί έξω». Και φυσικά η πρώτη γενιά που έχει τέτοια «ερωτική» σχέση με τη νοσταλγία. Γιατί κατά βάθος αρνείται να ενηλικιωθεί ακόμα και σήμερα.
Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η άρνηση της ενηλικίωσης κάνει «μπαμ». Αφού εμφανισιακά ο σημερινός 50άρης δεν έχει καμία σχέση με τους 50άρηδες που έβλεπαν όταν μεγάλωναν. Αλλη μια «παρενέργεια» εκείνης της δεκαετίας.
Ολα αυτά θα αναβιώνουν στο Γκάζι μέχρι τις 12 Μαρτίου. Μόνο προσοχή. Είναι άλλο να θυμάσαι την δεκαετία που μεγάλωσες όπως έχεις επιλέξει εσύ και άλλο να εκτίθεσαι σε αυτήν σε τόσο τεράστια κλίμακα. Σα να σε χτυπάει η πραγματικότητα εκείνης της εποχής σαν τσουνάμι. Ή σαν τούρτα στη μούρη. Είναι ωραίο. Αλλά είναι και λίγο τρομακτικό. Σχεδόν τόσο τρομακτικό όσο να συνειδητοποιείς ότι υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που κράτησε μια αχρησιμοποίητη συσκευασία «Πλυντηρέξ» για 30 χρόνια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News